20 Σεπτεμβρίου 2009

ατέλειωτος ο δρόμος, ατέλειωτες στροφές

Ποιος είναι ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πληροφοριακών Συστημάτων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του οποίου το άρθρο στην Καθημερινή σχολιάστηκε ευμενώς στο buzz;

Τι πρεσβεύει αυτός ο κύριος; Ποια σκοτεινά συμφέροντα κρύβονται πίσω του; Όλα αυτά και άλλα πολλά στη σύντομη αυτοβιογραφία του. Προέρχεται από τον συλλογικό τόμο 2000 Χρόνια μετά, Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι; των εκδόσεων Ακρίτας. Τα ορθογραφικά λάθη οφείλονται στο ocr και την τεμπελιά μου.

Μπόνους, ένας πολύ συγκεκριμένος αναγνώστης θα βρει και το κλειδί ενός αινίγματος.

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

Το ερώτημα του παρόντος τόμου το δέχτηκα σαν επαχθή πρόκληση: «Να διατυπώσω τη γνώμη μου για τον Χριστό». Ποια γνώμη;

Θεωρίες για τον χριστιανισμό, όπως και γνώμες για τις θεωρίες άλλων, έχω. Και μάλιστα αρκετά επεξεργασμένες, όπως εναβρύνομαι πολλές φορές να αυταπατώμαι. Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν στην άξια των θεωριών. Νομίζω ότι είναι απαραίτητες για κάθε κοινωνική σύμπραξη. Ξέρω όμως ότι δεν έχουν σχέση με το χώρο της προσωπικά βιωμένης αλήθειας. Άλλα αν πρόκειται να δώσω εδώ μια «προσωπική» απάντηση, μια «βιωμένη αλήθεια», τι άξια θα μπορούσε να έχει αυτή για τον αναγνώστη; Πιστεύω καμία. Αν μάθει κάτι από την απάντηση μου, αυτό φυσικά δεν θα αφορά τον Χριστό, αλλά αυτόν πού μιλά για τον Χριστό. Επομένως: Γιατί να κοινοποιήσω την απάντηση μου, αν ή πρόθεση μου δεν είναι ναρκισσιστική; Άλλα αν την κρατήσω για τον εαυτό μου, αναιρείται το διαβλητόν της προθέσεως;

Θα ξεφύγω από την αντίφαση επικαλούμενος: α) Την αδυναμία μου να πω όχι στον Εκδότη, αφού ή ιδέα της συμμετοχής μου ήταν του παιδικού μου φίλου και σεβαστού π. Δημητρίου Τζέρπου. β) Το ενδεχόμενο να είναι λάθος ο συλλογισμός μου (δεν θεωρώ τον εαυτό μου αλάθητο), γ) Το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν όλοι όσοι θα συμμετάσχουν να είναι λιγότερο σοφοί και περισσότερο ιδιοτελείς από μένα.

Πηγές

Ξέρω ότι ο Χριστός γεννήθηκε στην Παλαιστίνη. Ανέπτυξε μια διδασκαλία με άξονα την Αγάπη. Άλλα, σε αντίθεση με τους κανονικούς δασκάλους, πρώτα έπραττε και μετά δίδασκε. Συγχρόνως θεράπευε τους ανθρώπους πού ζητούσαν τη βοήθεια του. Οι συναναστροφές του, ωστόσο, θεωρούνταν πολύ επιλήψιμες: Τελώνες και πόρνες. Και όχι οι καθώς πρέπει Γραμματείς και Φαρισαίοι.

Το κατεστημένο ενοχλούνταν πολύ από τη δράση του. Αυτός όμως δεν έβαζε νερό στο κρασί του. 'Όταν πια πήγαινε να εδραιωθεί ή φήμη ότι ήταν ο αναμενόμενος Βασιλιάς-Μεσσίας, τότε ή πνευματική ηγεσία του τόπου σκηνοθέτησε μια δίκη-παρωδία και τον καταδίκασε σε θάνατο. Συμφέρει, είπαν, να χαθεί ένας αθώος, αντί για ολόκληρο το έθνος. 'Έκριναν ότι θα ήταν ασύνετο ν' αφήσουν μια τόσο επικίνδυνη φήμη να φτάσει στ' αυτιά της υπερδύναμης. Και τον παρέπεμψαν στον Πιλάτο. Τρεις μέρες μετά τον ατιμωτικό του θάνατο στο σταυρό, για τον όποιο λαός και ηγεσία κρίνονται συνυπεύθυνοι, ο Ιησούς ανέστη εκ νεκρών. Και είχε αρκετές επαφές με τους φίλους και μαθητές της διδασκαλίας του, στο διάστημα ως την Ανάληψη του. Ή μαρτυρία των Μαθητών για τον Χριστό στοίχειωσε Εκκλησία στους αιώνες. Ή Εκκλησία μετέφερε την ιστορία του από γενιά σε γενιά, μέχρις εμένα πού την επαναλαμβάνω εδώ αυτή τη στιγμή.

Πριν τη δω γραμμένη σε βιβλία, τη μαρτυρία για τον Χριστό, την είχα ακούσει από την αγράμματη γιαγιά μου κι από τη μάνα μου, πού είχε βγάλει μόνο το δημοτικό. Τη γνώριζα, λοιπόν, από παιδί. Μέσα από λόγια ζυμωμένα σε τρόπο ζωής.

Μικρός δεν ήμουν βέβαια κανένα λουλούδι. Αντιφατικές παρορμήσεις με έσπρωχναν μια κατά δω και μια κατά κει, προξενώντας ουκ ολίγες λαχτάρες στους δικούς μου. Διέγνωσαν μάλιστα ότι είχα σμπούρα και με πήγαν στον τοπικό Μάγο να μου την κόψει. Δεν πρέπει να πέτυχε και πολλά πράγματα, αφού μέχρι να βγάλω το γυμνάσιο εξακολουθούσα να χάνω τον προσα-νατολισμό μου και ή διαγωγή μου να παραμένει μονίμως χαλασμένη. Εσωτερικές δυνάμεις άγνωστες και σκοτεινές την έκαναν τη ζημιά. Αλλά διόλου ξένες προς αυτό πού πάντοτε είμαι, αφού παραμένω ακόμη υπόλογος για τις αφύσικες εκδηλώσεις τους.

Συγχρόνως μου άρεσε ο ρόλος του «έμμισθου νεωκόρου» στην εκκλησιά μας και βοηθού του παπα-Γιάννη στα σαρανταλείτουργα, πού δεν ήταν και λίγα εκείνο τον καιρό. Την εκκλησιά μας την είχε χτίσει ο Ιμπραήμ Καλαντζής, έλεγε ή σκαλισμένη στην πέτρα επιγραφή. Το σωτήριον έτος 1774, προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου. Την εποχή πού ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός όργωνε τη χερσωμένη ηπειρωτική γη.

Ένας από τους λόγους της παράξενης νεωκορικής προθυμίας μου ήταν ή ανομολόγητη περιέργεια μου να ιδώ τα Πρόσωπα των Αγίων στις καπνισμένες βυζαντινές τοιχογραφίες. Είχα ανακαλύψει ότι λίγο τρίψιμο με λάδι έδιωχνε την κάπνα από τα Πρόσωπα και αυτά αποκαλύπτονταν σχεδόν ζωντανά. Βέβαια γρήγορα επανέρχονταν στην πρότερα κατάσταση, αλλά εγώ πέτυχα έτσι να εξερευνήσω σχεδόν όλα τα αγία Πρόσωπα. Και δεν καταλάβαινα έκτοτε πώς μπορούσαν να ισχυρίζονται μερικοί ότι στη βυζαντινή τέχνη όλα τα Πρόσωπα είναι τα ίδια. Επί πλέον μπορούσα να κάνω και ενδιαφέρουσες συγκρίσεις, γιατί ανάμεσα στα καθήκοντα μου ήταν να ανάβω ανελλιπώς τα καντήλια και στο απόμερο Μοναστήρι μας. Σωζόταν μόνο το Καθολικό. Είχε χτιστεί την ίδια περίοδο με την εκκλησιά του χωριού μας. 'Ενώ όμως ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, έφερε το παράξενο όνομα «Ιερά Μονή Αγγελομάχου». Φαίνεται ότι ζούσαν εκεί άνθρωποι πού μάχονταν αγγέλους. Μόλις έμπαινες αριστερά, έβλεπες πολύ καθαρά, στο ανοιχτό οστεοφυλάκιο, ό,τι είχε απομείνει από τους θεομάχους εκείνους. Οι Άγιοι ήταν εδώ πολύ διαφορετικοί, με στιβαρά μέλη και με ζωηρά χαρωπά χρώματα, με πιο έντονο το κόκκινο. Ό κερκυραίος μάστορας έβλεπε τα ίδια Πρόσωπα από την οπτική γωνία του Ιονίου πελάγους. Μερικές φορές αποξεχνιόμουν. Μ' έπιανε ή νύχτα και μ' έλουζε κρύος ιδρώτας. Ώσπου ν' αφήσω τρέχοντας τη ρεματιά, είχα πεθάνει από το φόβο.

Παράλληλα την έβρισκα να ξεκλειδώνω το παράξενο μπαούλο του πατέρα μου και να εντρυφώ με τις ώρες στους εναποθηκευμένους τόμους του Μεγάλου Συναξαριστή. Έναν έναν τους έφερνε από την Αθήνα, όταν ερχόταν αδειούχος τα καλοκαίρια. Ανακάλυπτα εκεί ότι τα Πρόσωπα, πού γνώριζα από τους τοίχους της εκκλησιάς, είχαν το καθένα τη δική του συναρπαστική ιστορία. Βαθιά χάραζαν το φαντασιακό μου ο Βίος και ή Πολιτεία τους: Μάρτυρες, πού προτιμούσαν να τους ρίξουν στα θηρία, αντί να λιβανίσουν την εικόνα του Αυτοκράτορα. Προτιμούσαν να τους ξεσχίζουν στον τροχό, παρά να φάνε ένα κοψίδι, από τα ειδωλόθυτα και να αρνηθούν τον Χριστό. Βεβαίωναν έτσι, με την ίδια τη ζωή τους, τη μαρτυρία για το Πρόσωπο του Χριστού.

Αν τα αναφέρω όλα αυτά, με τόση λεπτομέρεια, είναι γιατί από πολύ μικρός συνοδεύουν μέσα μου το σχηματισμό ενός «εγώ», εντελώς διαφορετικού απ' αυτά πού κοψοχόλιαζαν τη μάνα μου και μου κόστιζαν κάθε φορά το ξύλο της χρονιάς μου. Σε αντίθεση με τον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα των υπολοίπων «εγώ», αυτό εδώ ήταν ήρεμο και σταθερό. Καθαρό στα κριτήρια του και προειδοποιητικό, μπρος σε κάθε επικείμενη ανοησία. Ό χαρακτήρας του όμως ήταν παθητικός. Δεν ήταν σε θέση να αντιρροπήσει τα αλλά και χανόταν μέσα στην ταραχή πού αυτά δημιουργούσαν. Στις κρίσιμες όμως καμπές της μετέπειτα ζωής μου, όταν όλα τα αλλά με εγκατέλειπαν, αυτό έμενε στη θέση του, για να με στηρίξει και να με βοηθήσει να πάρω μια ψύχραιμη απόφαση. Το ανέφερα ως «ένα εγώ», γιατί ήταν «κάτι» πού είχε τον δικό του λόγο, τη δική του μνήμη και τις δικές του προσδοκίες για μένα. Δεν είχε όμως κανένα συγκεκριμένο σχέδιο να προτείνει. Όταν καμιά φορά, πού βρισκόμουν σε αμηχανία και κατάθλιψη, έπαιρ-νε τον έλεγχο των συνειρμών, μου πρότεινε απλώς ένα ονειρικό κολλάζ από τις ηρωικές ιστορίες πού το εμψύχωναν. Η ευθύνη, για το τι θα κάνω και πώς θα το κάνω, δεν ήταν δική του. Ήταν δική μου. Άλλα ποιος είμαι «εγώ»; Δυστυχώς το ερώτημα περιμένει ακόμη την απάντηση του.

Μου είναι εντελώς κατανοητή σήμερα ή φύση του παιδικού «εγώ», πού μόλις περιέγραψα. Πρόκειται για την κρυστάλλωση μέσα στην προσωπικότητα μου ενός ψυχικού «κέντρου έλξης», από επιρροές των οποίων ή μοναδική πηγή ήταν ένα απόν Πρόσωπο : το Πρόσωπο του Χριστού.

Η «αλλαγή του κόσμου»

Η πρώτη μεγάλη προσωπική επιλογή μου ήταν «να δώσω τη ζωή μου για τον κομμουνισμό». Με την επιλογή αυτή, το 65-66, στράφηκα εναντίον του χριστιανισμού και τον «απέρριψα». Τα επιχειρήματα του Μαρξ, ότι ή θρησκεία είναι «το όπιο του λαού», ή «ανάσα της καταπιεζόμενης μάζας», ή δόλια παρηγοριά στον δούλο για να υπομένει αγόγγυστα τον ζυγό του, με άγγιξαν «σε ό,τι είχα πιο βαθύ». Στο μέτρο μάλιστα πού έβλεπα να εμψυχώνουν ένα παγκόσμιο ηρωικό κίνημα, για την «αλλαγή του κόσμου» την απελευθέρωση των λαών και την αταξική κοινωνία- δεν μου άφηναν καμιά απολύτως λογική αμφιβολία.

Φυσικά δεν χρειάζονταν τα μαρξιστικά επιχειρήματα για να αντιληφθώ τη μικρόνοια, την υποκρισία και την ιδιοτέλεια των εκπροσώπων της μετεμφυλιακής ελλαδικής Εκκλησίας. Ή την πραγματική αξία πού είχαν οι μεγαλοσταυροί και τα κηρύγματα των καθεστωτικών θρησκευόμενων. Αυτά τα διέκρινα κι από μόνος μου. Και ήμουν ήδη βέβαιος ότι δεν είχαν καμία σχέση με τον Χριστό. 'Ήξερα ότι ο Χριστός δεν είχε καμία ευθύνη για όλα αυτά. Ήρθε και ή «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και το πράγμα έδεσε από κάθε άποψη. Ό κοινωνικά κυρίαρχος χριστιανισμός κανένα έρεισμα αποδοχής δεν έβρισκε μέσα μου. Έπρεπε να ανατραπεί και να καταστραφεί. Μαζί με ολόκληρο το σύστημα της εθνικής υποτέλειας, της ταξικής εκμετάλλευσης καί της καταπίεσης, του οποίου αποτελούσε «εποικοδόμημα».

Ταλανίστηκα όμως πολύ από μια απειλητική αντίφαση. Κάτω από τη λογικά άψογη συναισθηματική επιλογή μου, δούλευε σαν επίμονο σκουλήκι ο εξής λογισμός: Πώς μπορώ να αποκλείσω την πιθανότητα να υπάρχει θεός; Κι αν είναι πράγματι ο άτεγκτος σαδιστής πού περιγράφουν οι θεολόγοι; Αυτός πού τιμωρεί με ανείπωτα βασανιστήρια σε μια αιώνια Κόλαση όλους εκείνους πού τολμούν να αντιτάσσονται στις εξουσίες, τις εξ αυτού τεταγμένες; Παρέλειψα να αναφέρω ότι μαζί με τον Συναξαριστή, το μπαούλο του πατέρα μου είχε μέσα και αρκετή Ζωηκή σαβούρα.

Κατέφαγα εκείνη την εποχή τους ατελείωτους τόμους της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, προσπαθώντας να εξαλείψω την απειλητική σκέψη. Με τι βαθιά ικανοποίηση ρούφηξα το βιβλίο του Όπάριν δεν λέγεται. Αποδείκνυε, με ατράνταχτες χημικές εξισώσεις, πώς από την ανόργανη ύλη μπορεί να παραχθεί ζωή αυτόματα, από μονή της. Σημειωτέον ότι στη Χημεία ήμουν χειρότερος και απ' τα Λατινικά: δεν καταλάβαινα τίποτα. θυμάμαι επίσης ποσό συνεπαρμένος ένιωσα με το βιβλίο του Δαρβίνου, για την καταγωγή των ειδών, πού αποδείκνυε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι δεν χρειάζεται καθόλου να υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον θεό. Αφού μπορεί, κάλλιστα, να προκύψει από τον πίθηκο, δια της εξελίξεως. Απέφευγα όμως να κοιτάξω από πιο κοντά το σκεπτικό των θεολόγων. Μην τυχόν και τα διπλώσω μπρος στο μεταφυσικό φόβο. Κάποια στιγμή διάλεξα το δρόμο της «ηρωικής εξόδου» από την αντίφαση: Αν είναι να πάω στην Κόλαση, «επειδή θέλω το καλό της ανθρωπότητας» -με την επαναστατική βία κι όχι με το σταυρό στο χέρι, έναν τρόπο οφθαλμοφανώς ατελέσφορο και βολικό μονάχα για τους βασανιστές του ανθρώπου, ας γίνει. Εγώ θα είμαι εντάξει με τη συνείδηση μου. Ό Άτεγκτος Δικαστής ας χαίρεται τη «δικαιοσύνη» του. Ευχαριστώ για τον Παράδεισο του, αλλά δεν θα πάρω. Ήταν για μένα «θέμα αρχής».

Ποια ήταν όμως αυτή ή «συνείδηση»; Από που είχε προκύψει;

Πώς μπορούσε ένας «συνειδητός υλιστής» να πιστεύει ότι έχει «συνείδηση»;

Δεν είχα τότε σαφή ιδέα σε τι αντιστοιχούσε «μέσα μου» ή λέξη «συνείδηση». Αρκετά αργότερα άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήταν παρά το χριστιανικό «εγώ» των παιδικών μου χρονών. Και κατά βάθος ή εικόνα του Προσώπου του Χριστού και των Μαρτύρων του, ή οποία λειτουργούσε, αφανώς, ως πρότυπο για την ενσάρκωση του δικού μου προσώπου. Τότε κατάλαβα και τι ακριβώς ήθελε να πει ο Ντοστογιέφσκι, όταν έγραφε πώς ενώ τον έπειθαν τα επιχειρήματα του Μπελίνσκι εναντίον του ιστορικού χριστιανισμού, δεν άγγιζαν καθόλου τον εσωτερικό σεβασμό του προς το Πρόσωπο του Χριστού. Στο τρικυμισμένο φαντασιακό της νεότητας μου ο φοβερός θεός-Τιμωρός κι ο επαναστάτης Χριστός της αγάπης και του σταυρού, δεν ήταν το αυτό πρόσωπο. Ή επίσημη ευσεβιστική μας παιδεία δεν είχε κατορθώσει να τους ταυτίσει μέσα μου. Βοήθησαν εδώ και ορισμένα κείμενα του πατρινού χριστιανικού αναρχισμού του περασμένου αιώνα. Απ' όλα είχε το περίφημο μπαούλο.

Θα έλεγα, για να κάνω και λίγη θεωρία, το εξής: Το παιδικό «χριστιανικό εγώ» πήρε το μέρος μου, όταν εξεγέρθηκα εναντίον του κοινωνικά διεμβαλλομενου «χριστιανικού υπερεγώ». Χωρίς όμως να μου δίνει και την επίγνωση του ουσιαστικά χριστιανικού χαρακτήρα της ρήξης αυτής. Με άφηνε να νομίζω πώς ήταν ο Μαρξ αυτός πού με χειραγωγούσε στην ενηλικίωση.

Επειδή δεν νομίζω ότι αποτελώ καμιά φοβερά σπέσιαλ περίπτωση, καταλήγω να πιστεύω ότι ή μεγάλη μάζα των ανιδιοτελών αγωνιστών, πού συνεπάρθηκαν από την κομμουνιστική ιδέα, πρέπει να οιστρηλατούνταν από μια ανάλογης υφής συνείδηση. Ένας από τους καλύτερους φίλους και παλιός μου σύντροφος επιμένει να ισχυρίζεται ότι τον κινούσαν οι αθεϊστικές απελευθερωτικές αξίες του Διαφωτισμού. Βλέποντας όμως το ήθος του, είμαι βέβαιος πώς διακρίνω την αφανή παρουσία του χριστιανικού Προσώπου. Την επισκιάζει απλώς ή αλλεργία του για τον καθεστωτικό χριστιανισμό και τον κομπλεξικό θεό του.

Η «αλλαγή του εαυτού»

Η στράτευση μου έλαβε χώρα σε όχι και τόσο ευτυχείς στιγμές για τον κομμουνισμό: Αποκαθήλωση του Στάλιν, ρήξη Κίνας-Σοβιετικής Ένωσης κ.τ.λ.. Ακόμα και οι φανατικοί είχαν αρχίσει να υποψιάζονται ότι κάτι δεν πάει καλά με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Άσχετα αν δεν το ομολογούσαν.

Ό ιστορικός κομμουνισμός δεν ήταν καθόλου στα μάτια μου το άσπιλο και άμωμο δόγμα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Από το «παιδομάζωμα» ήξερα και τι κουμάσια ήταν οι αρχηγοί του δικού μας εισαγόμενου, αλλά και ιθαγενούς κομμουνισμού. Την αδελφή της μάνας μου, νεαρό κορίτσι, την είχαν σκοτώσει εν ψυχρώ, επειδή δεν ήθελε να τους ακολουθήσει. Εγώ όμως δεν πήγαινα μ' «αυτούς», αλλά με τους «άλλους»: εκείνους πού μάχονταν για τον «σωστό κομμουνισμό». Δηλαδή με τους ηρωικούς μαχητές του προέδρου Μάο και της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης.

Θυμάμαι, σαν τώρα, την κουβέντα ενός μπάρμπα μου, στο καφενείο της οδού Ζήνωνος πίσω από την 'Ομόνοια, οπού είχαν το στέκι τους οι συγχωριανοί μας: «Εσύ μωρέ θα σιάξεις τον κομμουνισμό;». Προς θεού, δεν πίστευα κάτι τέτοιο. Κατ' αρχήν δεν είχα καμιά εγγύηση ότι «θα σιάξει ο κομμουνισμός». Όμως δεν ήταν αυτό πού με ενδιέφερε το περισσότερο. Έμενα μου αρκούσε ότι είχα κάνει την «ηρωική επιλογή» της ζωής μου, πού «με αποκαθιστούσε στα μάτια μου ως άνθρωπο» και δυσφορούσα απέναντι σε οποίον πήγαινε να μου το χαλάσει. Εντάχθηκα, λοιπόν, ψυχή τε και σώματι, στη μεγάλη προσπάθεια οικοδόμησης του «σωστού επαναστατικού κόμματος», ή οποία, λαμβάνοντας υπόψη την αρνητική εμπειρία της ΕΣΣΔ και της Τρίτης Διεθνούς, την πείρα του παγκοσμίου «αντιρεβιζιονιστικού» κινήματος και τη λαμπρή «Σκέψη» του προέδρου Μάο, θα μπορούσε αύτη τη φορά να λύσει το πρόβλημα.

Πολύ γρήγορα όμως άρχισαν να έρχονται τα οδυνηρά μηνύματα της διάψευσης των προσδοκιών. Και μάλιστα σε συνθήκες παρανομίας. Το «εκ της εμπειρίας όμμα» ξεσκέπαζε αμείλικτα τους ευσεβείς μου πόθους. Επιτυγχάναμε ακριβώς το αντίθετο απ' αυτό πού επιδιώκαμε. Αναπαράγαμε τα Ίδια συμπτώματα πού μας είχαν απομακρύνει από τους «ρεβιζιονιστές»: την υπο-κρισία, την εξουσιομανία, τον οπορτουνισμό, το φραξιονισμό κ.λ.π. Ό καθένας μας γινόταν κι από ένας μικρός Στάλιν. Τηρουμένων των αναλογιών οι δικοί μας σταλινίσκοι δεν είχαν και πολλά να ζηλέψουν απ' αυτούς πού είχαμε απορρίψει. Τι έφταιγε λοιπόν; Ποιο ήταν το πρόβλημα;

Μη νομιστεί ότι ήταν εύκολο να τεθούν τα ερωτήματα αυτά. Όσο εύκολα μπορεί κανείς να λοιδορεί εκ των υστέρων πράγματα και καταστάσεις εκείνης της εποχής, άλλο τόσο δύσκολο και απίστευτα οδυνηρό ήταν για κάποιον να «σταθεί κριτικά» απέναντι σε όσα αλάθητα θέσπισαν οι Μεγάλοι Πατέρες του κομμουνισμού. Για μένα ήταν μια ψυχική ρήξη πολύ πιο δύσκολη από την προηγούμενη, γιατί σήμαινε την παραδοχή Ολοκληρωτικής υπαρξιακής αποτυχίας. Τα είχα ποντάρει όλα στο κόκκινο. Και τα έχανα όλα. Μαζί και τα ναύλα της επιστροφής, θυμάμαι ότι είχα ήδη προβεί σε συμβολική ανατίναξη των «γεφυρών της επιστροφής», καίγοντας όλα μου τα χαρτιά. (Δυστυχώς και το βιβλιάριο του ΙΚΑ. Μ' ένα σωρό ένσημα σκληρής δουλειάς στην οικοδομή.)

Περιττό να επαναλάβω ότι το μόνο πού δεν έχασα, ή δεν έκαψα, ήταν το ξεχασμένο μικρό παθητικό «εγώ» των παιδικών μου χρόνων. Κι αυτό ήταν πού με έσωσε: Όταν έπεσε ή δικτατορία, καθίσαμε με τον Άρη Ζεπάτο, φίλο και τέως σύντροφο στην «Οργάνωση», και κάναμε τον απολογισμό. Ανακεφαλαιώνοντας τη δική μας και τη διεθνή εμπειρία, ορίσαμε το πρόβλημα ως «μετασχηματισμό του επαναστατικού υποκειμένου στο αντίθετο του». Το ερώτημα ήταν: γιατί ένα συλλογικό υποκείμενο, πού μάχεται για την κατάργηση της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας, είναι καταδικασμένο να τις αναπαράγει, αρχίζοντας από τις εσωτερικές του σχέσεις; Το συμπέρασμα αυτού του απολογισμού είχε τρία σημεία: α) Δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτε, προς το καλύτερο, αν συγχρόνως δεν αλλάζεις ο ίδιος. β) Δεν είναι καθόλου εύκολο να αλλάξεις. Και γ) ο μαρξισμός δεν είχε καμιά θεωρία και πρακτική για το ζήτημα της αύτο-αλλαγής του υποκειμένου της αλλαγής. Ούτε και καμιά άλλη γραμμή σκέψης μέσα στο σύνολο του δυτικού πολιτισμού. Δεν μπορείς, λοιπόν, να αλλάξεις τον κόσμο αν δεν μπορείς να αλλάξεις τον εαυτό σου. Το θεώρημα τούτο αναιρούσε ολόκληρη τη μαρξιστική πρόταση ή τουλάχιστον την έβαζε σε παρένθεση. Ποιος με βεβαίωνε ότι ή «αλλαγή του κόσμου», πού επαγγελλόταν ο μαρξισμός, δεν ήταν απλώς ή «αλλαγή» πού μπορούσε να φανταστεί ένας άνθρωπος, πού ήταν ανίκανος να αλλάξει τον εαυτό του; Χωρίς εξωμαρξιστικό αρχιμήδειο στήριγμα ήταν αδύνατο να τεθεί μια τέτοια ερώτηση. Κι αυτό το στήριγμα το είχα. Ανέφερα ήδη ποιο ήταν.

Από το σημείο αυτό και έπειτα αρχίζει μια δεύτερη μακρά αναζήτηση , προσεχτικότερη τώρα. Στόχος: ή ανεύρεση θεωρίας καί πρακτικής για την αυτό-αλλαγή του υποκειμένου.

Για να είχε σωστή αφετηρία μια τέτοια αναζήτηση, έπρεπε να ξεκαθαριστεί καλύτερα το πρόβλημα, πράγμα πού απαιτούσε κάποιες συνθήκες πειραματισμού: α) Ανθρώπους με αποδεδειγμένα καλές προθέσεις και β) την Οργάνωση τους σε ένα σχήμα πού θα επιδιώκει την πραγμάτωση ευγενών επαναστατικών σκοπών. Το πείραμα θα είχε σκοπό να αποκλείσει τη συσκότιση του προβλήματος από τον παράγοντα «κακές προθέσεις». Αν διέψευδε το θεώρημα του «μετασχηματισμού στο αντίθετο», τόσο το καλύτερο. Η διαχείριση της αμφιλογίας αυτής ήταν ένα ειδικό πρόβλημα, αλλά όχι το καθοριστικό. Ή Μεταπολίτευση ήταν ή ιδεώδης συγκυρία για «επαναστατικούς πειραματισμούς». Έτσι ή Οργάνωση μας, ο Προλεταριακός Αγώνας, φτιάχτηκε σχετικά εύκολα και εργάστηκε εντατικά επί δύο χρονιά, με άξονα δράσης την υποστήριξη του εργοστασιακού συνδικαλισμού, πού, οντάς ακόμη στην αρχή του, δεν είχε προλάβει να καπελωθεί από τα κόμματα. Το πείραμα επαλήθευσε το θεώρημα για τον αναπότρεπτο «μετασχηματισμό στο αντίθετο». Τα Ίδια φαινόμενα παρατηρήθηκαν, αλλά σε ήπια ένταση, λόγω των ελεγχομένων συνθηκών «οικοδόμησης». Σκεφθείτε ότι διασπαστήκαμε χωρίς να βγάλουμε μαχαίρια. Λέγοντας απλώς «καληνύχτα».

Τίποτα δεν με δέσμευε, εν συνεχεία, στην αναζήτηση των δυνατοτήτων «αλλαγής του εαυτού». Φόρτωσα τις πολιτικές μου σκοτούρες στο ΠΑΣΟΚ και πήρα τον καινούριο δρόμο προς το άγνωστο. Έψαξα στη σύγχρονη ψυχολογία. Είχα ήδη κάποια προπαίδεια, καθώς είχα αρχίσει, από τον Β. Ράιχ, την εποχή πού ήταν της μόδας, και είχα συνεχίσει με Κ. Γιούγκ. Διαπίστωσα ότι ή μοντέρνα ψυχολογία, καθώς ασχολείται μόνο με τον ψυχικά ασθενή, δεν είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις. Εδώ χρειαζόταν μια άλλη ψυχολογία, πού να ασχολείται με τον υγιή άνθρωπο. Ή αναζήτηση μιας τέτοιας ψυχολογίας οδηγεί αναγκαστικά σε συστήματα ανατολικής προελεύσεως, εσωτεριστικά και αποκρυφιστικά. Απ' όσα μπόρεσα να διεξέλθω, το ενδιαφέρον μου συγκέντρωσε το «σύστημα» του μυστηριώδη Έλληνα της Ύπερκαυκασίας Γεωργίου Ίβάνοβιτς Γκουρτζίεφ (Γεωργιάδη), το όποιο παρουσιαζόταν, απ' αυτόν και τους μαθητές του, ακριβώς ως το ζητούμενο σύστημα αύτο-αλλαγής του συνηθισμένου-υγιούς ανθρώπου.

Το σύστημα αυτό ξεκινούσε από την αναγνώριση της μηχανικότητας του συνηθισμένου ανθρώπου και διατεινόταν ότι έχει ολόκληρο οπλοστάσιο μεθόδων για την υπερνίκηση της. Δυστυχώς όμως για μένα, ο προσανατολισμός του ήταν εξωκοινωνικός. Ναι μεν στόχευε στον άνθρωπο πού είναι κύριος του εαυτού του, στην «πραγματική ατομικότητα», αλλά την πραγμάτωση της τη θεωρούσε δυνατή μόνο στο «αστρικό πεδίο» και όχι στις κοινωνικές σχέσεις. Η άποψη του για την κοινωνική πραγματικότητα ήταν ότι αυτή καθορίζεται από «κοσμικές επιδράσεις», τις οποίες με τίποτα δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Φυσικά δεν ήταν αυτού του είδους ή «ατομικότητα» πού εμένα μ' ενδιέφερε. Εγώ ζητούσα την αλλαγή του εαυτού, ως προϋπόθεση για την αλλαγή του κόσμου.

Ή μελέτη επίσης της συλλογικής όψης του προβλήματος με είχε οδηγήσει στη νεομαρξιστική Σχολή της Φρανκφούρτης και ειδικότερα στη διαλεκτική της αυτοαναίρεσης του Διαφωτισμού. Και τέλος στο πρόβλημα της αποσύνθεσης του νεωτερικού ατόμου και της μηχανοποίησης του, λόγω της αφομοίωσης του από τα αυτονομημένα μηχανικά συστήματα.

Βρέθηκα, έτσι, μπρος σε μια νέα εκδοχή πλατωνικού σπηλαίου: Μπρος στη διαπίστωση ότι 0 σύγχρονος άνθρωπος είναι δέσμιος μιας διπλής μηχανικότητας. Μιας μηχανικότητας πολιτισμικής και μιας άλλης βαθύτερης, αγνώστου προελεύσεως. Ήταν επομένως φανερό γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος -διπλά μη-χανοποιημένος, μέσα σε ένα μηχανοποιημένο κοινωνικό σύστημα- δεν ήταν ικανός να αλλάξει το παραμικρό, στον εαυτό του και στην κοινωνία. Να αλλάξει κάτι σε κατεύθυνση αντίθετη προς αυτήν πού κινείται το Σύστημα. Ελάχιστα παρηγορητική μια τέτοια κατανόηση καθιστούσε το πρόβλημα άλυτο.

Οι μεταμαρξιστικές θεωρήσεις δεν έδιναν λύση, γιατί δεν έβλεπαν το εσωτερικό-ψυχικό περιεχόμενο του προβλήματος. Τα συστήματα πού το έβλεπαν δεν έδιναν σημασία στην εξωτερική-κοινωνική του πλευρά. Πλήρες αδιέξοδο λοιπόν. Για μια ακόμη φορά «στο χείλος της αβύσσου».

Ή αναζήτηση του Προσώπου

Μερικές από τις ιδέες του Γεωργιάδη ήταν «αποκάλυψη»: Η ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ένα ημιτελές ον, πού πρέπει να ολοκληρωθεί με δικές του συνειδητές προσπάθειες. Η ιδέα ότι χαρακτηριστικό της υπανάπτυξης του είναι ή μηχανικότητά του, μια ειδική μορφή ύπνου. Η ιδέα ότι έχει πολλά άγνωστα και συχνά εχθρικά μεταξύ τους εγώ, η χαοτική κίνηση των οποίων τον κάνει έρμαιο της τύχης και της ανάγκης. Η διάκριση ουσίας και προσωπικότητας μέσα του. Η διάκριση νοητικού, συναισθηματικού, κινητικού και ενστικτώδους νου. Η μεγάλη σημασία της αποστασιοποιημένης αυτοπαρατήρησης και της πάλης με την ψηφιακή σκέψη, τη φαντασία και τα αρνητικά συναισθήματα.

Όμως σε μια υποσημείωση του ο Π. Ουσπένσκι παρείχε την πληροφορία ότι μια εξαιρετική διαπραγμάτευση των παραπάνω θεμάτων μπορούσε να βρει κανείς σε ένα βιβλίο ονόματι Φιλοκαλία, πού χρησιμοποιούνταν στην Ορθόδοξη Εκκλησία για την καθοδήγηση των μοναχών. Ή υποσημείωση αυτή προκάλεσε μια «έλλαμψη», πού φώτισε δια μιας μέσα μου το δρόμο προς τη λύση του προβλήματος. Λες να βρίσκεται εδώ ή λύση; Να την ψάχνεις σε Ανατολή και Δύση και να βρίσκεται μες στα ποδιά σου; Στη δική σου παράδοση; Ή «έλλαμψη» δεν ήταν φυσικά κανένα «θαύμα», αφού οι εντυπώσεις της οσιογραφίας του Με-γάλου Συναξαριστή ήταν ήδη βαθιές στα παιδικά υποστρώματα της μνήμης μου.

Περιχαρής ανέκρουσα πρύμνα και αγόρασα αμέσως τη Φιλοκαλία. Έπεσα με τα μούτρα και διαπίστωσα ότι ή διαίσθηση μου ήταν «απολύτως σωστή»: Όλα υπήρχαν εδώ. Στο πρωτότυπο και δίχως απαράδεκτες εκλεκτικές προσμείξεις με προχριστιανικά και προελληνικά δάνεια. Κατάλαβα επί τέλους και τι ήταν αυτό πού αγνοούν όλα τα συστήματα της «αυτοεξέλιξης»:

Ότι μόνο ή Αγάπη μπορεί να σε κάνει να αλλάξεις. Και ή Αγάπη είναι γεγονός κοινωνίας και προϋποθέτει το Πρόσωπο. Στη συνέχεια κατάλαβα και τι σημαίνει Πρόσωπο, γιατί, χάρη στους προοδευτικούς καθηγητές της Παντείου, ήρθα σε επαφή και με την εντελώς άγνωστη μου θεολογική οντολογία του Προσώπου. Εκείνο τον καιρό το προοδευτικό κατεστημένο της Παντείου έκανε μεγάλο σαματά στις εφημερίδες, για να μη γίνει καθηγητής ο Γιανναράς. Πράγμα πού με οδήγησε στο «Πρόσωπο και ο Έρως».

Μ' αυτά και μ' αυτά, συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα πού με απασχολούσε δεν ήταν παρά ή ενσάρκωση του Προσώπου στο πεδίο των κοινωνικών του σχέσεων. Ναι μεν είμαστε δεσμώτες ενός διπλού αυτοματισμού, αλλά υπάρχει δυνατότητα «καλής αλλοίωσης»; Απελευθέρωσης από τα διπλά δεσμά. Αλλαγής του εαυτού και συγχρόνως αλλαγής του κόσμου. Όταν λέμε Πρόσωπο, στην 'Ορθόδοξη παράδοση, το βλέμμα μας στρέφεται στον Χριστό. Αυτός είναι το πρωτότυπο μας. Είμαστε φτιαγμένοι «κατ' εικόνα Του» και το πρόβλημα μας είναι να ενσαρκώσουμε αυτή την εικόνα: να πάμε στο «καθ' ομοίωσιν». Προσωπικά και κοινωνικά. Ως εν ουρανώ και επί της γης.

Συμπέρασμα

Το μικρό χριστιανικό «εγώ» των παιδικών μου χρόνων ήταν αυτό πού μου παραστάθηκε στην υπαρξιακή και κοινωνική μου αναζήτηση.

Για να μιλήσω πιο θεωρητικά: Με βοήθησε να διαβώ το πρώτο κατώφλι, πού βγάζει στο δρόμο της εξατομίκευσης και μ' εγκατέλειψε μπρος στο δεύτερο, πού βγάζει στο δρόμο του Προσώπου . Ενώ γνωρίζω πώς μπορώ να προχωρήσω, κείτομαι τώρα ανήμπορος μπρος στο δεύτερο κατώφλι. Σαν τον παράλυτο της Βηθεσδά, πού δεν είχε άνθρωπο να τον βάλει στην κολυμβήθρα. Πώς να αλλάξεις: α) Σχέσεις και εθισμούς από μακρού εμπεδωμένους; (Αυτοματισμός πρώτου βαθμού) β) Κοινωνικές δομές πού κανείς πλέον δεν πιστεύει ότι μπορούν να αλλάξουν; (Αυτοματισμός δευτέρου βαθμού). Αμφίλογη και τραγική σήμερα ή γνώση της «αύτοαλλαγής του υποκειμένου της αλλαγής του κοσμου». Όταν και αν την αποκτήσεις, έχεις ήδη αναπότρεπτα αναπτυχθεί και σκληρυνθεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Και συ και οι άλλοι. Πόσο αφάνταστα μακρινότερη νιώθω σήμερα την παρουσία του Προσώπου, από το προβληματικό εκείνο μειράκιο, πού πάλευε με τις σκοτεινιασμένες αγιογραφίες!

Κοντολογίς: Ή εμπειρία μου από τον Χριστό είναι ή εμπειρία της απουσίας Του. Ο Χριστός μοιάζει να είναι ο απών άξονας της ταυτότητας μας, της ατομικής και της συλλογικής. Παραδόξως όμως ή πλήρωση του αβυσσαλέου κενού της απουσίας Του ήταν και το βαθύτερο κίνητρο της δικής μου παρουσίας. Η απουσία Του είναι έτσι ή αποτυχία μου. Μια θανατερή γεύση κενού, πού για να την αποφύγω την αναπαράγω, καταφεύγοντας σε υποκατάστατα της παρουσίας Του.

Ό Θεόδωρος Ι. Ζιάκας γεννήθηκε το 1945 στο χωριό Κούρεντα του νομού Ιωαννίνων. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1986 ζει στη θεσσαλονίκη και εργάζεται ως αναλυτής συστημάτων. Έχουν δημοσιευθεί αρκετά έργα του.