«Στην οικογένειά μου δεν είχα πάρει θρησκευτική αγωγή και εαν μιλήσουμε για την κληρονομική θρησκευτικότητα, μάλλον την είχα κληρονομήσει από τον ευσεβή [ρωμαιοκαθολικό] πατέρα μου»
«Για να ξεκουραστώ από την εργασία μου αυτή [τη ζωγραφικη], έκανα κάθε μέρα περιπάτους γύρω στα δύο χιλιόμετρα κατά μήκος του Δνείπερου, αναλογιζόμενος τα σοβαρότατα φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα. Βέβαια, αυτοί οι στοιχασμοί δεν μ' έβγαζαν πουθενά ...»
«Στο τρίτο έτος των σπουδών μου ασχολήθηκα πολύ με τις ανατομικές εξετάσεις στα πτώματα. Η ικανότητά μου να ζωγραφίζω λεπτομέρειες και η αγάπη μου προς τη μορφή μετατράπηκαν στην αγάπη μου προς την ανατομία και στη λεπτεπίλεπτη σχεδόν καλλιτεχνική δουλειά που έκανα πάνω στα πτώματα. Από έναν ανολοκλήρωτο ζωγράφο είχα γίνει ένας πολύ επιτυχημένος ανατόμος και χειρουργός».
«Πριν από μένα άλλοι δύο γιατροί της είχαν ζητήσει το χέρι, αλλά αυτή είχε δώσει την υπόσχεση της παρθενίας. Όταν παντρευτήκαμε παραβίασε την υπόσχεση αυτή και μια νύχτα πριν στεφανωθούμε, την ώρα που προσευχόταν στην εκκλησία (η εκκλησία είχε χτιστεί από εξόριστους Δεκεμβριστές), μπροστά στην εικόνα του Χριστού, της φάνηκε ότι ο Χριστός απέστρεψε το πρόσωπό Του απ' αυτήν και ότι η μορφή Του εγκατέλειψε το ιερό. Το συμβάν αυτό το ερμήνευσε ως ενθύμηση για την παραβιασμένη υπόσχεση που είχε δώσει. Κατά παραχώρηση Θεού, από τότε απέκτησε μια αβασταχτη, σχεδόν παθολογική ζήλεια».
«Έβαλα το φασκιωμένο μωρό στα γόνατά μου και του έκανα την τραχειοτομή. Τοποθέτησα στην τραχεία αντί για αναπνευστικό σωλήνα ένα φτερό χήνας το οποίο είχε έτοιμο από πριν η γριά. Δυστυχώς η εγχείρηση δεν ωφέλησε σε τίποτε, επειδή το κομμάτι ζάχαρης, απ' ότι φαίνεται, είχε κολλήσει πιο κάτω, στο βρόγχο».
[Μιλάει η Ελισαβέτα Νικανόροβνα Κόκκινα, οικιακή βοηθός της οικογένειας για εφτά χρόνια]
«Η Άννα Βασιλίγιεβνα ήταν η πιο όμορφη γυναίκα της πόλης. Ψηλή, γεροδεμένη, αλλά κουραζόταν γρήγορα. Και πως να μην κουραστεί; Δεν ήταν όπως τώρα που πας στο κατάστημα και αγοράζεις ό,τι χρειάζεσαι. Τον άνδρα της τον αγαπούσε πάρα πολυ. Ποτέ δεν του αντιμίλησε. Μπορεί και να υπήρχαν μεταξύ τους παρεξηγήσεις, αλλα μπροστά στα παιδιά και την υπηρεσία δεν έλεγαν κουβέντα. Ο κύριος ήταν αυστηρός. Με τις δουλειές του σπιτιού δεν ανακατευόταν. Δεν τον άκουσα ποτέ να λέει περίσσια κουβέντα. Αν δεν του άρεσε κάτι κατά τη διάρκεια του γεύματος, σηκωνόταν κι έφευγε από το τραπέζι σιωπηλός, ενώ η Άννα Βασιλίγιεβνα έτρωγε το πιάτο με τα μάτια. Έψαχνε να βρει τι δεν του πολυάρεσε».
«Αργότερα, σε όλες τις φυλακές, πολλές φορές έτυχε να δω πόσο εκτιμούν αυτοί οι φυλακισμένοι εγκληματίες και κακοποιοί την απλή, ανθρώπινη προς αυτούς συμπεριφορά».
«Και όμως ήδη στη φυλακή του Νοβοσιμπίρσκ μου έκλεψαν 100 ρούβλια την ώρα που με πήγαν για μπάνιο στα δημόσια λουτρά και αργότερα στην ίδια φυλακή μου έκλεψαν τη βαλίτσα μου με όλα τα ρούχα μου. Σε αυτη τη φυλακή αρχικά μας έβαλαν σε ένα μεγάλο θάλαμο μαζί με τους εγκληματίες, οι οποίοι με αντιμετώπισαν με τόση εχθρότητα που αναγκάστηκα για να προστατευτώ, να χτυπήσω την πόρτα του θαλάμου, προφασιζόμενος πως ήθελα να πάω στο αποχωρητήριο. Όταν βγήκα έξω από το θάλαμο, δήλωσα στον δεσμοφύλακα πως σε καμία περίπτωση δεν γυρίζω πίσω».
«Το υπόγειο ήταν πολύ βρώμικο και γεμάτο ανθρώπινες ακαθαρσίες, τις οποίες εμείς έπρεπε να καθαρίσουμε με τα χέρια, γιατί δεν μας έδωσαν ούτε φτυάρια! Δίπλα στο δικό μας υπόγειο βρισκόταν ένα άλλο, όπου κρατούσαν τους Κοζάκους στασιαστές. Δεν συγκράτησα το όνομα του αρχηγού τους, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ τους πυροβολισμούς που ακούγονταν από το υπόγειο εκείνο κατά την εκτέλεσή τους!».
«Η επόμενη διανυκτέρευσή μας ήταν σ' ένα κατάλυμα που αποτελείτο από δύο αυλές, όπου έμενε ο αυστηρός και ιδιότροπος γέρος Αθηναγένης μαζί με τους τέσσερις γιούς του στην κατάσταση της μεσαιωνικής φεουδαρχίας. Είχε πάρει το αποκλειστικό δικαίωμα να ψαρεύει στον Γενισέι, σε έκταση σαράντα χιλιομέτρων και κανένας δεν τολμούσε να αμφισβητήσει το δικαίωμα αυτό. Ο μικρότερος γιος του γέρου ήταν παράδειγμα παθολογικού τεμπέλη. Αρνιόταν να κάνει οποιαδήποτε δουλειά και ήταν ξαπλωμένος όλη μέρα στο κρεβάτι. Τον χτυπούσαν άγρια, τον σάπιζαν κυριολεκτικά στο ξύλο, αλλά τίποτα δεν άλλαζε. Ο νεαρός αυτός θεωρούσε τον εαυτό του υποδειγματικό χριστιανό και του άρεσε να διαβάζει την Αγία Γραφή. Συζητούσα μαζί του μέχρι τα μεσάνυχτα και του εξηγούσα τα σημεία εκείνα που δεν καταλάβαινε σωστά».
«Δεν κράτησε για πολύ καιρό την υπόσχεσή της η γυναίκα που έπρεπε να μου μαγειρεύει. Αναγκάστηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου να μαγειρέψω μόνος μου, κάτι για το οποίο δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Το ψάρι μου έφερναν οι χωρικοί και τα υπόλοιπα τρόφιμα τα αγόραζα από τη δημόσια αποθήκη τροφίμων. Δεν θυμάμαι πια τι άλλο τράβηξα στην προσπάθειά μου να τηγανίσω τα ψάρια, αλλά θυμάμαι καλά πως έκανα το κισέλ. Έβρασα το ξινόμουρο και προσέθετα το υγρό άμυλο. Όσο πιο πολύ προσέθετα, τόσο πιο πολύ μου φαινόταν πως ήταν αραιό· συνέχιζα να προσθέτω το άμυλο, ώσπου έγινε το κισέλ μια σκληρή μάζα. Μετά από αυτό το φιάσκο μου στη μαγειρική έπρεπε να παραδώσω τα όπλα και τότε με λυπήθηκε μια άλλη γυναίκα, η οποία δέχθηκε να μου μαγειρεύει».
«Στη σοφίτα της ίζμπας μου κρέμονταν τα δίχτυα των ψαράδων με μεγάλους φελλούς. Όταν φύσαγε ο "σίβερ" οι φελλοί χτυπούσαν ασταμάτητα και ο κτύπος αυτός μου θύμιζε τη μουσική του Γκριγκ, "ο χορός των νεκρών". Για τις ανάγκες μου έπρεπε, σαφώς, να βγαίνω έξω στο κρύο και στο χιόνι. Αυτό ήταν άκρως δύσκολο ακόμη και στις κανονικές καιρικές συνθήκες, αλλά όταν φύσαγε ο "σίβερ", η κατάσταση γινόταν απελπιστική. Στο Πλάχινο έμεινα κάτι παραπάνω από δύο μήνες, έως τις αρχές Μαρτίου 1925 και δεν είδα ούτε έναν περαστικό».
«Ανησυχώ για σένα ... Σε ένα από τα γράμματα της γιαγιάς διάβασα λόγια που με πλήγωσαν, ότι ο Μιχαήλ [ο γιος του στον οποίο γράφει την επιστολή αυτή] είναι μάλλον αδιάφορος, δεν δείχνει ευαισθησία. Αυτό το ξέρω κι εγώ ο ίδιος και πάντα με βασάνιζε. Δεν ξέρω αν μπορείς να καταλάβεις όλη τη φρίκη αυτής της σύντομης φράσης. Αυτό σημαίνει ότι η έλλειψη αλήθειας και το ψέμμα δεν σε πληγώνει στην καρδιά, δεν σφίγγεται η καρδιά σου όταν βλέπει κάτι ανήθικο και φοβερό, δεν φλέγεται η καρδιά σου από ιερή αγανάκτηση να αγωνιστείς κατά της κακίας, δεν χαίρεται η καρδιά σου όταν ακούς για κάτι όμορφο, για κάτι καλό, για κάτι υψηλό».
«Έχω γίνει τόσο ευέξαπτος και πέρασα προ ημερών τόσο μεγάλη κρίση θυμού, που έπρεπε να πάρω μια δόση brom και να κάνω ένεση καμφοράς, γιατί είχα δύσπνοια από βρογχοσπασμό. Δεν μου έχει ποτέ άλλοτε να εργάζομαι κάτω από τέτοιες συνθήκες [στρατιωτικό χειρουργείο κατά τον Β' Π.Π.]».
Βόινο-Γιασενέτσκι Βαλεντίν του Φέλιξ (1877-1961) ή επίσκοπος Λουκάς. Ναι, αυτός που είχε γίνει η φασαρία. Τα αποσπάσματα από το βιβλίο "Αρχιεπίσκοπος Λουκάς" του αρχιμανδρίτη Νεκτάριου Αντωνόπουλου. Δεν είναι αντιπροσωπευτικά, δεν ξέρω τίνος πράγματος. Θέλω να πω, δεν τα διάλεξα σαν τεκμήρια αγιότητας. Μάλλον ανθρωπότητας. Η φωτογραφία, από το φάκελό του στην ΚαΓκεΜπε, σε ηλικία περίπου εξήντα ετών. Ξυρισμένος, αν δεν φαίνεται.
25 Οκτωβρίου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
Για ποιά φασαρία μιλάς; Είμαι νέοπας και δεν γνωρίζω παλαιά νέα.
Δλδ, πώς σού 'ρθε και διάβασες αυτό το βιβλίο; Για leisure; Ή παρακολουθείς τα εκκλησιαστικά (χα χα);
Κάποος είχε φτιάξει μια εικόνα με τον Λένιν να ξυρίζει τον Βαλεντίν/Λουκά και είχε γίνει ένα σχετικό σούσουρο.
Από θρησκευτικά βιβλία άλλο τίποτα. Τα περισσότερα δεν διαβάζονται, βασική προϋπόθεση άλλωστε για να χαρακτηριστούν θρησκευτικά. Αλλά αυτό ακριβώς κάνει το genre ιδεώδες καμουφλάζ για επικίνδυνα βιβλία.
Ένας άγιος που του πέθανε στα χέρια ένα πιτσιρίκι εξαιτίας ενός ζαχαρωτού, που δεν ήξερε να τηγανίζει ψάρια, που ήταν αναγκασμένος να κατουράει στη παγωνιά και έσκαγε από το κακό του με τους χασάπηδες συνάδελφούς του.
Αυτή είναι απομυθοποίηση κυρία Ρεπούση μας.
Το σούσουρο βγήκε λάθος, γι' αυτό και το λένε σούσουρο.
Μου έλεγε κάποτε μία Ρωσίδα ότι στο πολύ έντονο κρύο του χειμώνα, αναγκάζονται να καπνίζουν διαφορετικά: τραβάνε τον καπνό με κοφτές, γρήγορες ρουφιξιές και δεν τον κατεβάζουν βαθιά γιατί μπορεί να γίνει επικίνδυνο (δε θυμάμαι το λόγο).
Ίσως να κατουράνε κατ' αυτόν τον τρόπο κιόλας. Με κοφτές, γρήγορες ριπές. Πιθανώς για να μην πάθει κάτι το πουλί τους εξαιτίας της διαφοράς θερμοκρασίας από το εσωτερικό στο εξωτερικό του.
Το χειρότερο όλων πρέπει να είναι στο διαστημικό σταθμό. Στην πλευρά που βλέπει στον ήλιο καίγεσαι και στην πλευρά που βλέπει στη γη παγώνεις.
Δημοσίευση σχολίου