05 Ιουνίου 2008

Ποίηση και Διαφθορά

...

Δεν είναι τυχαίο που η κλασική υποκρισία του διαφθορέα συνίσταται στην διαβεβαίωση πως Deniaiser μια κοπέλα σημαίνει τη σπρώχνω προς την ελευθερία. Δεν είναι τυχαίο που ο αιώνας που ανάγει σε θεωρία αυτήν την αποστολή της διαφθοράς είναι ο δέκατος όγδοος, ο αιώνας της ελευθερίας σαν προνόμιο του ατόμου.

Στην πραγματικότητα, η σχέση είναι άνιση. Μεταξύ ίσων δεν υπάρχει διαφθορά. Το παληκάρι (ο «μικρότερος») που ένας ενήλικος (ο «μεγαλύτερος») ωθεί σε μια συμπεριφορά - σ' αυτή την περίπτωση ερωτική, έτερο ή ομοφυλοφυλική, αλλά θα μπορούσε να αφορά και οποιοδήποτε άλλο είδος συμπεριφοράς -άγνωστη ως τότε, που βιώθηκε σαν κάτι το ασυμβίβαστο με τους προηγούμενους προσωπικούς οικογενειακούς, κοινωνικούς κ.α. γνώμονες, δε θέλει να αφεθεί μόνο, ακριβώς γιατί δεν είναι πια άτομο, αλλά διαιρεμένο, διχασμένο, αντιφατικό. Ένα μέρος του εαυτού του βρίσκεται στο έλεος του άλλου κι αν ο άλλος δεν το επιστρέψει συνεχίζοντας να το θεωρεί ενότητα, μια καινούρια ενότητα σε εξέλιξη, αυτός θα νιώσει μόνος με τον εαυτό του, ακατανόητος με τον εαυτό του, ώσπου ο καιρός και οι άλλοι να του ξαναδώσουν με πόνο μια χαμένη ταυτότητα. Αυτή είναι η ρίζα - που συχνά αποκαλείται αγάπη - της προσκόλλησης του υποκείμενου στο διαφθορέα του. Γι' αυτόν, ο διαφθορέας είναι πηγή γνώσης, είναι αυτός που «γνωρίζει» μια τάξη (διαφορετική φυσικά από κείνη που συνέβαλε ώστε να καταστραφεί) έστω κι αν αυτή η τάξη αποτελείται μόνο από αυτούς τους δύο κι από τα μυστικά τους.

Η διαφθορά χάνει δηλαδή ή μειώνει στο ελάχιστο τους αρνητικούς χαρακτήρες, και τόσο περισσότερο μπορεί πια να φέρει το δυσφημιστικό εκείνο όνομα, όσο περισσότερο κοινωνικοποιείται κι όσο περισσότερο προσεγγίζει μια μεταβολή-ανάπτυξη. Κανείς δε θα σκεφτόταν ποτέ να αποκαλέσει διαφθορά την σεξουαλική μύηση των έφηβων από τους ενήλικους που γίνεται σε πολλούς λαούς. Αυτό συμβαίνει όταν ο κανόνας προβλέπει την ίδια τη δική του παραβίαση και αποκατάσταση.

Ξέρουμε πως ένα από τα τεχνάσματα του ερωτισμού είναι η συσσώρευση των απαγορεύσεων για να αυξάνεται η σεξουαλική επιθυμία κι ένα άλλο είναι η προσποίηση της εξαφάνισής της. Έτσι τα σκηνικά της κόλασης και του παραδείσου είναι από τα πιο καταπονημένα του θεάτρου του Έρωτα, σε σημείο που το ένα να είναι μόνο το πρώτο πρόσωπο του άλλου. Υπάρχουν δηλώσεις του Παζολίνι, σε στίχους ή σε πρόζα, που επιμένουν στο γεγονός ότι ο απρόβλεπτος σύντροφος, η άγνωστη συνάντηση και η αλλοτρίωση του άλλου, η αναγωγή του σε σκέτο σώμα (στιγμές ανεξάλειπτες από μια οποιαδήποτε ερωτική σχέση) ήταν γι' αυτόν η «φυσιολογική» προϋπόθεση της ευχαρίστησής του. Κι ότι το παιδαγωγικό ή σωκρατικό στοιχείο - αναπόσπαστο από κάθε ερωτική σχέση - ή είχε ελαχιστοποιηθεί ή ήταν ανύπαρκτο ή, αν υπήρχε, έτεινε να διαχωριστεί από την ερωτική συγκίνηση. Κατά την άποψη μου αυτές οι διατυπώσεις δεν πρέπει να παίρνονται κατά γράμμα αλλά να ερμηνεύονται σαν ορθολογικές οργανώσεις. Αφήνω την ανάλυση σ' όποιον έχει τη δυνατότητα να την κάνει, αν δεχτώ ότι αυτή είναι δυνατή και χρήσιμη. Προτείνω μια πολύ στοιχειώδη ερμηνεία. Ο κανόνας που του ήταν αναγκαίο να παραβιάσει, δεν ήταν, ή δεν ήταν μόνο, εκείνος της ετεροφυλοφιλίας αλλά εκείνος, βαθιά ριζωμένος του «καλού» ή της αναγνώρισης μιας ομοιότητας (χριστιανικής η καντιανής) με τον άλλο. Η αίσθηση ενοχής, λοιπόν, ήταν μια αίσθηση ταξικής ενοχής, τόσο πιο άσβεστης όσο περισσότερο προσποιόταν αμεσότητα και φυσική ομοιότητα. Αίσθηση ενοχής που έπρεπε αναγκαστικά να γιγαντωθεί όταν, με το πέρασμα των χρόνων, έσβησαν τα νεανικά οράματα για φυσική ομοιότητα, και, πριν δει τον εαυτό του σαν ένα πενηντάρη προνομιούχο που πληρώνει τους εκπορνευόμενους, είδε τους άλλους όπως ποτέ δεν είχε θελήσει να δει πριν, σαν κυνικούς μικροαστούς δηλαδή χωρίς ταυτότητα. Γι' αυτό ο έρωτας, βιωμένος σαν δαιμονιακός, σαν παραδεισιακός ή σαν πάντρεμα ουρανού και κόλασης, τελειώνει, αν δεν ξεφύγει από την νευρωτική επανάληψη, σε βασανιστική έρημο και καταστροφικό πάθος. Σ' όλο το κομμάτι της ζωής του που είναι πιο κοντά σε μια υπόθεση δημόσιας παρουσίας, αισιόδοξης ακόμη (την περίοδο 1958-68 περίπου) αυτός πρέπει να πείσει τον εαυτό του ότι ο έρωτας με τους νεαρούς δεν περιέχει κανένα στοιχείο διαφθοράς ή ότι η διαφθορά, αν υπάρχει, είναι μόνο ζωτικότητα και στοιχείο θετικό, «αυτό που πεθαίνει και ξαναρχίζει»· πρέπει να πιστέψει ότι η εγκατάλειψη που ακολουθεί την «πράξη» είναι ένα φαουστιανό δικαίωμα ή μια λαϊκιστική κι ανεξίκακη κατάρα. Ο «βαθύτερος παράδεισος» για τον οποίο μιλάει ο ποιητής στο τέλος του Η Γη της Δουλειάς είναι γι' αυτόν κι ο απατηλός παράδεισος του έρωτα, αθώου-και βιτσιόζου που η συνοικία της Ρεμπίμπια είχε ανοίξει («ένας άνδρας ανθούσε...») μετά την εκδίωξη του από τον άλλο παράδεισο, εκείνο της Καζάρσα, αδελφικό και πατρικό. Ακόμη και στο παγερό κι ύστατο τοπίο του θανάτου, σ' ένα από τα ποιήματα Τα καινούρια νιάτα, υπερπέραν και ηλύσια πεδία ακούγονται σαν να ήταν οι φθόγγοι του Μότσαρτ από το «μακάρια πνεύματα».

Με ποιόν τρόπο λοιπόν να δικαιολογηθεί; Με ποιόν τρόπο να επανορθώσει το σαδομαζοχιστικό «αμάρτημα» που αρνείται τις «ψυχές» για να αναγνωρίσει μόνο τα «σώματα»; Με το έργο του σαν συγγραφέα, τη γενικευμένη παιδαγωγικο-σωκρατική του παρουσία, το να είναι ο έμμεσα ραβδισμένος των βιασμένων κι εγκαταλειμένων. Κάθε ποιητής πιστεύει ότι μπορεί να πει στους πολλούς αυτό που δεν μπορεί ούτε ξέρει να πει στον ένα.

Η καταισχύνη της δίωξης δεν μειώθηκε πραγματικά από αυτή την ύλη της τραγικής απαγγελίας. Είναι λοιπόν απαραίτητο να κάνουμε σαφώς τη διάκριση ανάμεσα στην πολιτικο-δικαστική κρίση και στην ηθική κρίση (ή μη-κρίση). Όλες οι δίκες για λόγους ηθικής εμπεριέχουν μια πολιτική διάσταση όταν απευθύνονται σ' ένα δημόσιο πρόσωπο. Η δίκη ενός φημισμένου σκηνοθέτη ή ενός τραπεζίτη που συνελήφθη με μια ανήλικη, είναι πολιτική κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς. (Αντιπολιτευόμενοι εργάτες, στην Κίνα του Χούα, οδηγούνται στο χώρο του τουφεκισμού τους με μια καρτέλα κρεμασμένη στο λαιμό που τους κατηγορεί για βιασμό). Μ' αυτή την έννοια πρέπει να διαβάζονται οι καταγγελίες που έγιναν σε βάρος του Παζολίνι. Αλλά είναι και πολιτικό το λάθος του να μην αποκριθούμε σ' αυτές τις καταγγελίες με όρους πολιτικούς ή νομικούς-τυπικούς. Είναι δύσκολο να κατηγορήσουμε για υποκρισία μια κοινωνία που ανάλογα με την δημόσια σπουδαιότητα των ρόλων της απαιτεί και διαφορετικούς κώδικες συμπεριφοράς, όταν γίνονται αποδεκτοί οι μηχανισμοί, διαφημιστικοί και χρηματοδοτικοί, που προτείνονται ακριβώς για να σε μεταμορφώσουν κατ' ιδίαν, σε δημόσιο τέρας. Ο γνωστός ζωγράφος μπορεί να διακηρύσσει ατιμώρητα τις λεγόμενες διαστροφές του, ο πρόεδρος της γερουσίας δεν μπορεί. Κι αν ο γνωστός ζωγράφος αρχίσει να αποκτάει πολιτικό κύρος όχι μόνο δεν θα μπορεί να ξαναγυρίσει στο μπαρ που τον είδε στα πρώτα του βήματα, αλλά θα πρέπει να του υποδειχτεί κιόλας να επαναλάβει εκείνες τις διακηρύξεις του, για να προσδιοριστεί η διαμάχη ανάμεσα στους δυο κώδικες· και δεν θα έπρεπε να συμπεριφερθή διαφορετικά ούτε ο πρόεδρος της γερουσίας σε περίπτωση που ισχυριζόταν πως είναι και ζωγράφος και πως επομένως πρέπει να απολαμβάνει την ελευθερία από τα ήθη και τις θρησκευτικές δοξασίες που μια φιλισταϊκή παράδοση αποδίδει στους καλλιτέχνες. Αφελείς ανατρεπτικοί πιστεύουν πως θα αρκούσε να πολεμήσουν ή να καταστρέψουν την δημόσια υποκρισία· δεν ξέρουν ότι η αντιφατικότητα των κωδίκων συμπεριφοράς είναι μεγάλη άμυνα ενάντια και στην ιδιωτική υποκρισία που επιβάλλεται σαν εξουσία.

Τα σκάνδαλα είναι αναπόφευκτα, αλίμονο σ' εκείνον που τα φέρνει στον κόσμο.

...

Του Φράνκο Φορτίνι, μτφ Κούλα Κυριακίδου


"You should go to France. Why don't you go to Paris for a year? You would learn French, and it would--deniaiser you."

"What is that?" asked Philip.

She laughed slyly.

"You must look it out in the dictionary. Englishmen do not know how to treat women. They are so shy. Shyness is ridiculous in a man. They don't know how to make love. They can't even tell a woman she is charming without looking foolish."

Δεν υπάρχουν σχόλια: