31 Ιουλίου 2010

The licensed root of all evil


Μακεδονία 28/12/1971
(η αγγελία κάτω αριστερά θα μπορούσε να είναι από μόνη της ένα ποστάκι)

22 Ιουλίου 2010

Καλοκαιρινό τραγουδάκι

Αναζητώντας τους τριμηνιαίους ισολογισμούς του ΠΑΣΟΚ

Κυκλοφόρησε σήμερα η ευχάριστη είδηση πως ο Ροβέρτος Σπυρόπουλος θα διοριστεί διοικητής του ΙΚΑ.

Έτσι θυμήθηκα πως έχει αφήσει αναπάντητα δύο μέιλ που του έστειλα στις 11 και 13 Μαΐου, κατόπιν παρότρυνσης του Ηλία. Του ζητούσα να μου υποδείξει που ήταν αναρτημένοι οι τριμηνιαίοι ισολογισμοί.
23/10/2009, ΟΜΙΛΙΑ ΡΟΒΕΡΤΟΥ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Το 2010, όλες μας οι Οργανώσεις, οι Νομαρχιακές Επιτροπές και τα κεντρικά μας γραφεία, θα αναρτήσουν τους προϋπολογισμούς τους στο διαδίκτυο. Και βεβαίως, κάθε τρίμηνο θα έχουμε ισολογισμούς, αναρτημένους και αυτούς στο διαδίκτυο.
Θα πει κανείς πως 2010 είναι μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου. Αλλά πως γίνεται να έχουμε φάει τη μισή χρονιά και η αναζήτηση για νομαρχιακή επιτροπή πασοκ τριμηνιαίος ισολογισμός να βγάζει πρώτο αποτέλεσμα αυτό που βγάζει κι όχι κάποια νομαρχιακή του ΠΑΣΟΚ;

Έχουν συνεννοηθεί να τους δημοσιεύσουν όλοι μαζί; Μάλλον όχι.
Πέμπτον, το σύνολο των Νομαρχιακών Επιτροπών του κόμματός μας αναρτούν τις επόμενες μέρες -αρκετές Νομαρχιακές το έχουν κάνει πράξη- τους δικούς τους προϋπολογισμούς στο διαδίκτυο. Και θα συνεχίσουν να αναρτούν βέβαια και τους δικούς τους ισολογισμούς στο διαδίκτυο.
Οι επόμενες μέρες ήταν μετά την 9/5/2009

Ραντεβού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς λοιπόν, εκτός κι αν ο θεός του μεσοκαλόκαιρου αφήσει να λειτουργήσουν
οι υποδειγματικές μηχανογραφικές μας υποδομές, η πρωτοπόρος και υποδειγματική αξιοποίηση του διαδικτύου, η διάχυση της πολιτικής ενημέρωσης, μέσω της χρήσης των blackberry και των e-mails

19 Ιουλίου 2010

«Γιναμε Αργεντινή»

Στο Θέμα 98,9 ο Νίκος Μάνεσης διαβάζει μηνύματα ακροατών για τη δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια.

Κάποιος κάνει ένα κικιρίκου συσχετισμό με την κρίση.

«Γίναμε Αργεντινή»

Ο Μάνεσης επιδοκιμάζει και σημειώνει πως στην Αργεντινή στα χρόνια της κρίσης δολοφονήθηκαν πολλοί δημοσιογράφοι.

Πόσο πολλοί μπορεί να είναι οι πολλοί;

Άγνωστά τα μαθηματικά του Μάνεση αλλά από το 1992 στην Αργεντινή έχουν δολοφονηθεί τρεις δημοσιογράφοι. Οι δύο πριν το 1999.

Ενδιαφέρουσα η περίπτωση του José Luis Cabezas, δεν ξέρω μην αποδειχτεί και παρόμοια.

18 Ιουλίου 2010

Το παρολίγον χάνι της Γραβιάς

Το Σάββατο βράδυ [11 Μαΐου 1974], με πρόσκληση του Θεόδωρου Στάθη (άνθρωπος του Ανδρέα για το ΠΑΚ -Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα- στη Ν. Υόρκη), πήγαμε όλοι στο εστιατόριο Silver Corner στη γωνία της 33ης και Lexington Avenue. Σκοπός: να δειπνήσουμε με τον “αρχηγό” (Ανδρέα Παπανδρέου) και να ανταλλάξουμε απόψεις σε “στενό κύκλο” φίλων. Το δείπνο είχε οριστεί για 8 μ.μ. ... Μόλις φτάσαμε στο εστιατόριο, έφτανε επίσης ο Ανδρέας με δύο συνοδούς. ...
Η συνέχεια επί της τυπωμένης οθόνης


View Larger Map

(δηλαδή δεν είναι και 100% σίγουρο, αλλά μάλλον αυτό είναι)

17 Ιουλίου 2010

Μεταξύ μας Μεταξά

Tenement Museum Photo Database (μέσω Prison Photography)


Color photograph depicting the interior of Sidney Undergarment Company, located in the basement storefront at 97 Orchard Street. Pictured, from left to right are: Owner of Feltly Hats, located on second floor of 97 Orchard Street; a man who worked at Feltly’s; Sidney Meda, proprietor of Sidney Undergarment Company; another employee of Feltly’s; and Frances Meda, Sidney Meda’s wife. They are pictured drinking Metaxa, Greek Brandy, and Jack Daniels and have a Blimpies sandwich. According to his granddaughter, Batya Halpern, Sidney would wash out the paper cups and reuse them after such celebrations. Sidney Undergarment Company operated out of the south basement storefront at 97 Orchard Street during the 1970’s. The store closed in 1979.


Color photograph depicting the interior of Sidney Undergarment Company, located in the south basement storefront at 97 Orchard Street. Pictured from left to right, Sidney Meda, proprietor of Sidney Undergarment Company; Employee of Felty’s Hats, located on second floor of 97 Orchard; and Frances Meda, Sidney Meda’s wife. They are pictured drinking Metaxa Greek Brandy, and Jack Daniels and eating a Blimpie sandwich. According to Batya Halpern, Sidney’s grandaugher, there was always liquor in the back of the store. Note the metal walls to the right and the latice work in the back is where the bathroom is now located. The store operated out of the south basement storefront at 97 Orchard Street during the 1970’s. The store closed in 1979.

13 Ιουλίου 2010

Η θεωρία της συλλογικής αναλογικότητας

Ντόρα Μπακογιάννη
Αναλαμβάνω λοιπόν στο ακέραιο την ευθύνη που μου αναλογεί.
Γιώργος Παπανδρέου
Εμείς αναλαμβάνουμε στο ακέραιο την ευθύνη που μας αναλογεί
Δημήτρης Αβραμόπουλος
Αναλαμβάνουμε το μέρισμα ευθύνης που μας αναλογεί
Κώστας Καραμανλής
Αναλαμβάνω λοιπόν με ευθύτητα το μερίδιο των ευθυνών που μας αναλογεί
Γιώργος Αλογοσκούφης
Αναλαμβάνω την ευθύνη που μου αναλογεί

07 Ιουλίου 2010

ευχές, αυτές οι άδοξες λιτανείες του θέλω

Λίγο πριν από το ματς, οι ευχές -αυτές οι άδοξες λιτανείες του θέλω- ταξίδευαν για το Κέηπ Τάουν, στο πλευρό της Ουρουγουάης...
Γιάννης Τριάντης 7/7/2010

03 Ιουλίου 2010

Πράσινη Κόλαση

Ποίος ήτο ο συνταγματάρχης Φώσετ;



Αποκλειστικά στο Έθνος, η δημοσίευση ξεκινά στις 24 Αυγούστου 1953 και ολοκληρώνεται στις 11 Μαρτίου 1954.
Άσχετα όμως με το ζήτημα της επιστροφής μου, ένα πράγμα είνε βέβαιον. Η απάντησις στο αίνιγμα της αρχαίας Νοτίου Αμερικής - και ίσως του προϊστορικού κόσμου - μπορεί να δοθή, όταν θα ανακαλυφθούν οι παλιές εκείνες πόλειςκαι αποδοθούν στην επιστήμη. Ξέρω πολύ καλά, ότι οι πόλεις εκείνες υπάρχουν...

01 Ιουλίου 2010

Εργασία σε μια επιχείρηση που δεν ήταν επιχείρηση

Χρήστου Γιανναρά, Καταφύγιο Ιδεών, κεφάλαιο 14
1η Νοεμβρίου του 1953 άρχισα «εργασία» στην Αδελφότητα της Ζωής. Ήταν μια γκρίζα μέρα, το κτιριακό συγκρότημα της οδού Ιπποκράτους 189 γκρίζο κι αυτό, κι ο σιδερένιος θόρυβος από τα τραμ πού τσίριζαν πάνω στις ράγες τους μου φαινόταν σαν κλάμα.

Οχτώ παρά πέντε το πρωί βρισκόμουν στο θυρωρείο του πενταόροφου κτιρίου — δυο πολυκατοικίες μεταρρυθμισμένες σε ενιαίο συγκρότημα — μαζί με καμιά δεκαπενταριά ακόμα πρωτοετείς φοιτητές της θεολογίας. Είχα ειδοποιηθεί λίγες μέρες νωρίτερα ότι το αίτημα μου έγινε δεκτό και μου προσφερόταν εργασία πέντε ωρών κάθε μέρα. Όμως δεν ήξερα για ποιο είδος δουλειάς με προόριζαν.

Δεν μπορούσα νά ξεχωρίσω ούτε από τα βλέμματα ούτε από το ύφος πόσοι από τούς συμφοιτητές μου βρίσκονταν εκεί ζητώντας απλώς ένα κομμάτι ψωμί για να μπορέσουν να σπουδάσουν, ή πόσοι έρχονταν αποφασισμένοι νά αφιερώσουν τη ζωή τους στο έργο της «Ζωής». Πάντως όλοι είμασταν άνευ όρων διαθέσιμοι, και περιμέναμε σιωπηλοί νά μας χωρίσουν σέ γραφιάδες και χειρώνακτες, όπως χωρίζουν τά πρόβατα από τα ρίφια.

Όσοι θα δούλευαν στη Γραμματεία του φύλλου της «Ζωής», στο ισόγειο της οδού Ιπποκράτους 189, θα ήταν οι ελάχιστοι προνομιούχοι γραφιάδες. Τούς υπόλοιπους θα τους απορροφούσε το «εργοστάσιο», στην άλλη άκρη του ίδιου τετραγώνου, γωνία Μαυρομιχάλη και Ξιφίου. Στο ισόγειο του εργοστασίου ήταν τα επίπεδα πιεστήρια και το μεγάλο κυλινδρικό ταχυπιεστήριο - ένας εφιάλτης από θόρυβο, μουντζούρα και ατμόσφαιρα δηλητηριασμένη από το αντιμόνιο. Στον πρώτο όροφο το στοιχειοθετείο, με τις λινοτυπικές μηχανές, το συγκρότημα μονοτυπίας και τις κάσες, και δίπλα το βιβλιοδετείο με τις συρραπτικές, τα μακριά τραπέζια της σύνθεσης των τυπογραφικών φύλλων και τους πάγκους για τη συγκόλληση των εξωφύλλων. Στον τρίτο όροφο η διεκπεραίωση των περιοδικών, με φριχτό θόρυβο κι εδώ από τις διπλωτικές μηχανές και τους αντρεσογράφους.

Στο σπίτι μου δεν ήξεραν τέτοιες λεπτομέρειες, κι όμως προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με αποτρέψουν, όταν τους είπα ότι θα δουλέψω στη «Ζωή». Με παρακαλούσαν, με εξόρκιζαν, έβλεπα την οδύνη τους και δεν την άντεχα. Καταλάβαιναν πια ότι σε λίγο θα έφευγα κι από το σπίτι, όπως τόσα άλλα θύματα της «αφιέρωσης». Και ταυτόχρονα λογάριαζαν σαν αδιανόητη ντροπή να δουλεύω εργάτης στα χρόνια των σπουδών μου, τα ομορφότερα χρόνια μου.

Όση ώρα χρειάστηκε για να μας μοιράσουν στα τμήματα της δουλειάς, μου φάνηκε ατελείωτη. Τελικά, ο κοντόχοντρος θεολόγος του θυρωρείου - Μπεράτη τον λέγανε - με οδήγησε στη Γραμματεία. Ένιωσα να σηκώνουν από την ψυχή μου έναν ογκόλιθο.

Μπήκα σε μια μεγάλη μακρόστενη αίθουσα, γεμάτη τραπεζάκια με σκυμμένους ανθρώπους. Φορούσαν όλοι μαύρα μανικέτια, από τον καρπό ως τους αγκώνες, είχαν μπροστά τους μια ξύλινη κασετίνα, με κονδυλοφόρους, μολύβια, γόμες, και μια ποικιλία πολύχρωμες καρτούλες. Μπροστά σε κάθε τραπέζι πυργωνόταν ένας όγκος από σιδερένια συρταρωτά κουτιά, γεμάτα με καρτέλες κι αυτά — τό αρχείο των συνδρομητών. Μιά υποβλητική ησυχία βασίλευε στην αίθουσα,, κάθε συνεννόηση γινόταν ψιθυριστά. Μόνο τό τραμ βογγούσε κάθε τόσο στήν οδό Ιπποκράτους τον σιδερένιο τριγμό του.

Προϊστάμενος στή Γραμματεία ήταν ό Λεωνίδας Διαμαντόπουλος, θεολόγος της «Ζωής» και γενικός γραμματέας των Χ.Μ.Ο. όλα τα χρόνια πού είχα ζήσει μέσα στις Ομάδες. Άλλα μέλη της Αδελφότητας πού δούλευαν έκεϊ, ήταν ό Δημήτρης Τρακατέλλης, ο Τάσος Γιαννουλάτος, ο Θωμάς Τζώτζης, ο Νίκος Βασιλειάδης. Τους γνώριζα όλους από τη ζωή μου στις Χ.Μ.Ο., ήταν ομαδάρχες ή αρχηγοί σε κατασκηνώσεις, εκδρομές, εξορμήσεις — είχαμε παίξει μαζί, είχαμε τραγουδήσει, περπατήσει, σκαρφαλώσει σε κορφές, είχαμε απολαύσει το ξένοιαστο γέλιο, την κουβέντα, τη συντροφιά. Μπαίνοντας όμως στη Γραμματεία κατάλαβα αμέσως ότι εδώ οι σχέσεις μας δεν θα είναι πια ίδιες. Ο Διαμαντόπουλος με υποδέχτηκε με έναν στεγνό και τυπικότατο πληθυντικό — «καλώς ήρθατε, κύριε Γιανναρά» — σα να με γνώριζε για πρώτη φορά. Όλοι κρατούσαν την ίδια παγερή απόσταση, ακόμα κι οι συμφοιτητές μιλούσαν μεταξύ τους στον πληθυντικό και μέ τό «κύριε». Οι μόνοι πού σπάγανε συχνά τον κανόνα, ήταν ο Τρακατέλλης κι ο Γιαννουλάτος.


Δούλεψα στή Γραμματεία της «Ζωής» οχτώ ολόκληρα χρόνια — από τα δεκαοχτώ ως τα είκοσιέξι μου.

Όχτώ παρά πέντε κάθε πρωί έπρεπε να φοράω τα μαύρα μανικέτια μου και νά τακτοποιώ την κασετίνα μπροστά μου. Κάθε καθυστέρηση, έστω και δύο λεπτών, σήμαινε ιδιαίτερη πρόσκληση από τον Διαμαντόπουλο ή τον Τζώτζη και παρατηρήσεις στεγνές, στο στυλ: «Δεν ξέρετε, κύριε Γιανναρά, ότι εδώ επιτελούμε έργον θεού;» Η παραβίαση του ωραρίου ή τα όποια λάθη είχαν περίπου τον χαρακτήρα αμαρτίας.

Δουλεύαμε ως τη μία το μεσημέρι, και από τις τρεις ως τις έξι το απόγευμα — ή, το καλοκαίρι, τέσσερις με εφτά. Οι πέντε ώρες δουλειάς πού μου είχαν αναγγείλει, σήμαιναν στήν πράξη κανονικό οχτάωρο, γιατί παρεμβαλόταν η παρακολούθηση μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο, δυο ή τρεις ώρες κάθε μέρα. Μας επέτρεπαν νά παρακολουθούμε μόνο τους καθηγητές πού έπαιρναν απουσίες — καί απουσίες έπαιρναν οί λιγότερο σημαντικοί και θανάσιμα ανιαροί καθηγητές. Τό ακαδημαϊκό τέταρτο, πού έκανε σαρανταπεντάλεπτη τη διδακτική ώρα, εμείς το χρησιμοποιούσαμε για να κατηφορίζουμε μέ λαχανιασμένο τρεχαλητό την οδό Ασκληπιού, ως το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου — νά προλάβουμε να μπούμε στην αίθουσα, πριν ανέβει στην έδρα ό καθηγητής.

Η δουλειά στη Γραμματεία ήταν καθαρή και «αριστοκρατική», δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη μουντζούρα, τον θόρυβο και τον σωματικό κόπο στο εργοστάσιο. Ήταν όμως δουλειά τυποποιημένη, στείρα και μηχανική, σου σκότωνε το μυαλό και τα νεύρα. Ατέλειωτες παραβολές ονομάτων, αλφαβητική τακτοποίηση αποδείξεων, δελτίων και καρτελών, πίστωση συνδρομών, αλλαγές διευθύνσεων, ενημέρωση στις κάρτες πού έπαιρναν μαζί τους οί περιοδεύοντες εισπράκτορες. Εκείνα τά χρόνια τό φύλλο της «Ζωής» είχε πάνω άπό 200.000 συνδρομητές.

Μας επέτρεπαν ένα σύντομο διάλειμμα γύρω στις δέκα το πρωί. Δεν σταματούσαν όλοι τη δουλειά, αλλά μπορούσαμε, ο ένας μετά τον άλλον, να βγούμε διακριτικά από τη Γραμματεία και να χωθούμε στην γκαρνταρόμπα του διαδρόμου, πίσω από μια κουρτίνα, για να φάμε ό,τι παίρναμε μαζί μας για κολατσιό. Εκεί προλαβαίναμε νά ανταλλάξουμε λίγες κουβέντες στά κλεφτά, κάποιο άστεϊο, ένα γέλιο πνιχτό.

Φυσικά, πηγαίναμε και στην τουαλέτα, αν ήταν ανάγκη. Μα οι συχνές απουσίες στην τουαλέτα προκαλούσαν και πάλι κάποια ελεγκτική παρέμβαση: «Τί συμβαίνει, κύριε Γιανναρά; Είσθε άρρωστος;» Μα ο κύριος Γιανναράς, από τη δεύτερη κιόλας χρονιά καί για χρόνια ολόκληρα, κατάφευγε στην τουαλέτα για να μπορέσει να γλυτώσει από τον πνιγμό της μονοτονίας καί της επανάληψης, νά ξεκλέψει λίγες στιγμές μοναξιάς και συχνά για να ξεσπάσει σε κλάμα — το πιο πικρό καί αβάσταχτο κλάμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Έκλαιγα, γιατί πραγματικά πνιγόμουν. Με έπνιγε τό παγερό, υπηρεσιακό ύφος των ανθρώπων εκεί μέσα, η αφόρητη χωριατιά και η σκληράδα τους, οι σκόπιμες, αδικαιολόγητες κατσάδες πού ήθελαν να σου σπάσουν τον «εγωισμό». Μα πνιγόμουν προπάντων από την άγονη, μηχανική και ψυχοκτόνο δουλειά του γραφιά. Δεν τολμούσα να πω σε κανέναν τίποτα, γιατί ήμουν προνομιούχος σε σχέση με όσους δούλευαν στο εργοστάσιο. Όμως με βασάνιζε και με διέλυε η σκέψη ότι όλες αυτές οι ώρες της δήθεν θεάρεστης «εργασίας», αυτά τα ωραιότερα χρόνια της ζωής, θα μπορούσαν νά ήταν χρόνος σοβαρής σπουδής και ουσιαστικής κατάρτισης, ώρες για ελεύθερο διάβασμα, που τόσο διψούσα, ώρες για να συνεχίσω τις γλώσσες που με βαθύτατη πίκρα παράτησα. Ένιωθα με τό πέρασμα των χρόνων νά φτηναίνω σαν άνθρωπος, να υποβαθμίζομαι καθημερινά στο επίπεδο μιας έμψυχης γραφομηχανής — νά μηχανοποιείται ή ζωή μου όλο καί πιο αμείλικτα.

Το κλάμα μου μέσα στις τουαλέτες της Γραμματείας είναι η εναργέστερη και πιο οδυνηρή ανάμνηση από τη θητεία μου σε αυτή τη δουλειά. Δεν ξέρω αν άλλοι άνθρωποι έχουν ποτέ προσευχηθεί μέσα σε τουαλέτα, μα εγώ ούρλιαζα άφωνα την απελπισία μου στον Θεό, χωρίς να λογαριάζω αν ήταν ό κατάλληλος χώρος. Πάλευα απεγνωσμένα νά διασώσω τό πείσμα μου για την «αφιέρωση», αλλά μου ήταν αδύνατο νά πιστέψω ότι ένα τέτοιο στραπατσάρισμα της ζωής μου μπορούσε να έχει την παραμικρή σχέση με τον Θεό και την αλήθεια Του. Θα φανεί υπερβολικό, ίσως και υπερφίαλο, μα όταν χρόνια πολλά αργότερα διάβασα τό εφιαλτικό χρονικό τοϋ Σολζενίτσυν «Μιά μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», ξυπνούσε μέσα μου επώδυνα, με κάθε σελίδα, η εμπειρία της Γραμματείας: Το ανέλπιδο της κάθε μέρας, η φριχτή πείνα της στέρησης των βιβλίων, η λαχτάρα για τον ήλιο και τον καθαρό αέρα, την ελευθερία της διαχείρισης του χρόνου μου. Και ταυτόχρονα οι μικροπονηριές μου για να κερδίσω μια ελάχιστη παρένθεση δημιουργικής αυτενέργειας στη δουλειά του γραφιά, οι ασήμαντες καθημερινές μικροαντιστάσεις μου στην ολοκληρωτική πειθαρχία, στην ισοπέδωση, στις απρόσωπες υπηρεσιακές σχέσεις. Είχα ξεκινήσει με το όραμα του Αλιόσα Καραμάζοφ καί προοδευτικά συσχηματιζόμουν με την τραγική φιγούρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς.
Ο Δημήτρης Τρακατέλλης είναι ο Αμερικής Δημήτριος, ο Τάσος Γιαννουλάτος είναι ο Αλβανίας Αναστάσιος.
Το πολυτονικό του πρωτότυπου πέρασε από τα δόντια του Fine Reader.