01 Ιουλίου 2010

Εργασία σε μια επιχείρηση που δεν ήταν επιχείρηση

Χρήστου Γιανναρά, Καταφύγιο Ιδεών, κεφάλαιο 14
1η Νοεμβρίου του 1953 άρχισα «εργασία» στην Αδελφότητα της Ζωής. Ήταν μια γκρίζα μέρα, το κτιριακό συγκρότημα της οδού Ιπποκράτους 189 γκρίζο κι αυτό, κι ο σιδερένιος θόρυβος από τα τραμ πού τσίριζαν πάνω στις ράγες τους μου φαινόταν σαν κλάμα.

Οχτώ παρά πέντε το πρωί βρισκόμουν στο θυρωρείο του πενταόροφου κτιρίου — δυο πολυκατοικίες μεταρρυθμισμένες σε ενιαίο συγκρότημα — μαζί με καμιά δεκαπενταριά ακόμα πρωτοετείς φοιτητές της θεολογίας. Είχα ειδοποιηθεί λίγες μέρες νωρίτερα ότι το αίτημα μου έγινε δεκτό και μου προσφερόταν εργασία πέντε ωρών κάθε μέρα. Όμως δεν ήξερα για ποιο είδος δουλειάς με προόριζαν.

Δεν μπορούσα νά ξεχωρίσω ούτε από τα βλέμματα ούτε από το ύφος πόσοι από τούς συμφοιτητές μου βρίσκονταν εκεί ζητώντας απλώς ένα κομμάτι ψωμί για να μπορέσουν να σπουδάσουν, ή πόσοι έρχονταν αποφασισμένοι νά αφιερώσουν τη ζωή τους στο έργο της «Ζωής». Πάντως όλοι είμασταν άνευ όρων διαθέσιμοι, και περιμέναμε σιωπηλοί νά μας χωρίσουν σέ γραφιάδες και χειρώνακτες, όπως χωρίζουν τά πρόβατα από τα ρίφια.

Όσοι θα δούλευαν στη Γραμματεία του φύλλου της «Ζωής», στο ισόγειο της οδού Ιπποκράτους 189, θα ήταν οι ελάχιστοι προνομιούχοι γραφιάδες. Τούς υπόλοιπους θα τους απορροφούσε το «εργοστάσιο», στην άλλη άκρη του ίδιου τετραγώνου, γωνία Μαυρομιχάλη και Ξιφίου. Στο ισόγειο του εργοστασίου ήταν τα επίπεδα πιεστήρια και το μεγάλο κυλινδρικό ταχυπιεστήριο - ένας εφιάλτης από θόρυβο, μουντζούρα και ατμόσφαιρα δηλητηριασμένη από το αντιμόνιο. Στον πρώτο όροφο το στοιχειοθετείο, με τις λινοτυπικές μηχανές, το συγκρότημα μονοτυπίας και τις κάσες, και δίπλα το βιβλιοδετείο με τις συρραπτικές, τα μακριά τραπέζια της σύνθεσης των τυπογραφικών φύλλων και τους πάγκους για τη συγκόλληση των εξωφύλλων. Στον τρίτο όροφο η διεκπεραίωση των περιοδικών, με φριχτό θόρυβο κι εδώ από τις διπλωτικές μηχανές και τους αντρεσογράφους.

Στο σπίτι μου δεν ήξεραν τέτοιες λεπτομέρειες, κι όμως προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με αποτρέψουν, όταν τους είπα ότι θα δουλέψω στη «Ζωή». Με παρακαλούσαν, με εξόρκιζαν, έβλεπα την οδύνη τους και δεν την άντεχα. Καταλάβαιναν πια ότι σε λίγο θα έφευγα κι από το σπίτι, όπως τόσα άλλα θύματα της «αφιέρωσης». Και ταυτόχρονα λογάριαζαν σαν αδιανόητη ντροπή να δουλεύω εργάτης στα χρόνια των σπουδών μου, τα ομορφότερα χρόνια μου.

Όση ώρα χρειάστηκε για να μας μοιράσουν στα τμήματα της δουλειάς, μου φάνηκε ατελείωτη. Τελικά, ο κοντόχοντρος θεολόγος του θυρωρείου - Μπεράτη τον λέγανε - με οδήγησε στη Γραμματεία. Ένιωσα να σηκώνουν από την ψυχή μου έναν ογκόλιθο.

Μπήκα σε μια μεγάλη μακρόστενη αίθουσα, γεμάτη τραπεζάκια με σκυμμένους ανθρώπους. Φορούσαν όλοι μαύρα μανικέτια, από τον καρπό ως τους αγκώνες, είχαν μπροστά τους μια ξύλινη κασετίνα, με κονδυλοφόρους, μολύβια, γόμες, και μια ποικιλία πολύχρωμες καρτούλες. Μπροστά σε κάθε τραπέζι πυργωνόταν ένας όγκος από σιδερένια συρταρωτά κουτιά, γεμάτα με καρτέλες κι αυτά — τό αρχείο των συνδρομητών. Μιά υποβλητική ησυχία βασίλευε στην αίθουσα,, κάθε συνεννόηση γινόταν ψιθυριστά. Μόνο τό τραμ βογγούσε κάθε τόσο στήν οδό Ιπποκράτους τον σιδερένιο τριγμό του.

Προϊστάμενος στή Γραμματεία ήταν ό Λεωνίδας Διαμαντόπουλος, θεολόγος της «Ζωής» και γενικός γραμματέας των Χ.Μ.Ο. όλα τα χρόνια πού είχα ζήσει μέσα στις Ομάδες. Άλλα μέλη της Αδελφότητας πού δούλευαν έκεϊ, ήταν ό Δημήτρης Τρακατέλλης, ο Τάσος Γιαννουλάτος, ο Θωμάς Τζώτζης, ο Νίκος Βασιλειάδης. Τους γνώριζα όλους από τη ζωή μου στις Χ.Μ.Ο., ήταν ομαδάρχες ή αρχηγοί σε κατασκηνώσεις, εκδρομές, εξορμήσεις — είχαμε παίξει μαζί, είχαμε τραγουδήσει, περπατήσει, σκαρφαλώσει σε κορφές, είχαμε απολαύσει το ξένοιαστο γέλιο, την κουβέντα, τη συντροφιά. Μπαίνοντας όμως στη Γραμματεία κατάλαβα αμέσως ότι εδώ οι σχέσεις μας δεν θα είναι πια ίδιες. Ο Διαμαντόπουλος με υποδέχτηκε με έναν στεγνό και τυπικότατο πληθυντικό — «καλώς ήρθατε, κύριε Γιανναρά» — σα να με γνώριζε για πρώτη φορά. Όλοι κρατούσαν την ίδια παγερή απόσταση, ακόμα κι οι συμφοιτητές μιλούσαν μεταξύ τους στον πληθυντικό και μέ τό «κύριε». Οι μόνοι πού σπάγανε συχνά τον κανόνα, ήταν ο Τρακατέλλης κι ο Γιαννουλάτος.


Δούλεψα στή Γραμματεία της «Ζωής» οχτώ ολόκληρα χρόνια — από τα δεκαοχτώ ως τα είκοσιέξι μου.

Όχτώ παρά πέντε κάθε πρωί έπρεπε να φοράω τα μαύρα μανικέτια μου και νά τακτοποιώ την κασετίνα μπροστά μου. Κάθε καθυστέρηση, έστω και δύο λεπτών, σήμαινε ιδιαίτερη πρόσκληση από τον Διαμαντόπουλο ή τον Τζώτζη και παρατηρήσεις στεγνές, στο στυλ: «Δεν ξέρετε, κύριε Γιανναρά, ότι εδώ επιτελούμε έργον θεού;» Η παραβίαση του ωραρίου ή τα όποια λάθη είχαν περίπου τον χαρακτήρα αμαρτίας.

Δουλεύαμε ως τη μία το μεσημέρι, και από τις τρεις ως τις έξι το απόγευμα — ή, το καλοκαίρι, τέσσερις με εφτά. Οι πέντε ώρες δουλειάς πού μου είχαν αναγγείλει, σήμαιναν στήν πράξη κανονικό οχτάωρο, γιατί παρεμβαλόταν η παρακολούθηση μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο, δυο ή τρεις ώρες κάθε μέρα. Μας επέτρεπαν νά παρακολουθούμε μόνο τους καθηγητές πού έπαιρναν απουσίες — καί απουσίες έπαιρναν οί λιγότερο σημαντικοί και θανάσιμα ανιαροί καθηγητές. Τό ακαδημαϊκό τέταρτο, πού έκανε σαρανταπεντάλεπτη τη διδακτική ώρα, εμείς το χρησιμοποιούσαμε για να κατηφορίζουμε μέ λαχανιασμένο τρεχαλητό την οδό Ασκληπιού, ως το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου — νά προλάβουμε να μπούμε στην αίθουσα, πριν ανέβει στην έδρα ό καθηγητής.

Η δουλειά στη Γραμματεία ήταν καθαρή και «αριστοκρατική», δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη μουντζούρα, τον θόρυβο και τον σωματικό κόπο στο εργοστάσιο. Ήταν όμως δουλειά τυποποιημένη, στείρα και μηχανική, σου σκότωνε το μυαλό και τα νεύρα. Ατέλειωτες παραβολές ονομάτων, αλφαβητική τακτοποίηση αποδείξεων, δελτίων και καρτελών, πίστωση συνδρομών, αλλαγές διευθύνσεων, ενημέρωση στις κάρτες πού έπαιρναν μαζί τους οί περιοδεύοντες εισπράκτορες. Εκείνα τά χρόνια τό φύλλο της «Ζωής» είχε πάνω άπό 200.000 συνδρομητές.

Μας επέτρεπαν ένα σύντομο διάλειμμα γύρω στις δέκα το πρωί. Δεν σταματούσαν όλοι τη δουλειά, αλλά μπορούσαμε, ο ένας μετά τον άλλον, να βγούμε διακριτικά από τη Γραμματεία και να χωθούμε στην γκαρνταρόμπα του διαδρόμου, πίσω από μια κουρτίνα, για να φάμε ό,τι παίρναμε μαζί μας για κολατσιό. Εκεί προλαβαίναμε νά ανταλλάξουμε λίγες κουβέντες στά κλεφτά, κάποιο άστεϊο, ένα γέλιο πνιχτό.

Φυσικά, πηγαίναμε και στην τουαλέτα, αν ήταν ανάγκη. Μα οι συχνές απουσίες στην τουαλέτα προκαλούσαν και πάλι κάποια ελεγκτική παρέμβαση: «Τί συμβαίνει, κύριε Γιανναρά; Είσθε άρρωστος;» Μα ο κύριος Γιανναράς, από τη δεύτερη κιόλας χρονιά καί για χρόνια ολόκληρα, κατάφευγε στην τουαλέτα για να μπορέσει να γλυτώσει από τον πνιγμό της μονοτονίας καί της επανάληψης, νά ξεκλέψει λίγες στιγμές μοναξιάς και συχνά για να ξεσπάσει σε κλάμα — το πιο πικρό καί αβάσταχτο κλάμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Έκλαιγα, γιατί πραγματικά πνιγόμουν. Με έπνιγε τό παγερό, υπηρεσιακό ύφος των ανθρώπων εκεί μέσα, η αφόρητη χωριατιά και η σκληράδα τους, οι σκόπιμες, αδικαιολόγητες κατσάδες πού ήθελαν να σου σπάσουν τον «εγωισμό». Μα πνιγόμουν προπάντων από την άγονη, μηχανική και ψυχοκτόνο δουλειά του γραφιά. Δεν τολμούσα να πω σε κανέναν τίποτα, γιατί ήμουν προνομιούχος σε σχέση με όσους δούλευαν στο εργοστάσιο. Όμως με βασάνιζε και με διέλυε η σκέψη ότι όλες αυτές οι ώρες της δήθεν θεάρεστης «εργασίας», αυτά τα ωραιότερα χρόνια της ζωής, θα μπορούσαν νά ήταν χρόνος σοβαρής σπουδής και ουσιαστικής κατάρτισης, ώρες για ελεύθερο διάβασμα, που τόσο διψούσα, ώρες για να συνεχίσω τις γλώσσες που με βαθύτατη πίκρα παράτησα. Ένιωθα με τό πέρασμα των χρόνων νά φτηναίνω σαν άνθρωπος, να υποβαθμίζομαι καθημερινά στο επίπεδο μιας έμψυχης γραφομηχανής — νά μηχανοποιείται ή ζωή μου όλο καί πιο αμείλικτα.

Το κλάμα μου μέσα στις τουαλέτες της Γραμματείας είναι η εναργέστερη και πιο οδυνηρή ανάμνηση από τη θητεία μου σε αυτή τη δουλειά. Δεν ξέρω αν άλλοι άνθρωποι έχουν ποτέ προσευχηθεί μέσα σε τουαλέτα, μα εγώ ούρλιαζα άφωνα την απελπισία μου στον Θεό, χωρίς να λογαριάζω αν ήταν ό κατάλληλος χώρος. Πάλευα απεγνωσμένα νά διασώσω τό πείσμα μου για την «αφιέρωση», αλλά μου ήταν αδύνατο νά πιστέψω ότι ένα τέτοιο στραπατσάρισμα της ζωής μου μπορούσε να έχει την παραμικρή σχέση με τον Θεό και την αλήθεια Του. Θα φανεί υπερβολικό, ίσως και υπερφίαλο, μα όταν χρόνια πολλά αργότερα διάβασα τό εφιαλτικό χρονικό τοϋ Σολζενίτσυν «Μιά μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», ξυπνούσε μέσα μου επώδυνα, με κάθε σελίδα, η εμπειρία της Γραμματείας: Το ανέλπιδο της κάθε μέρας, η φριχτή πείνα της στέρησης των βιβλίων, η λαχτάρα για τον ήλιο και τον καθαρό αέρα, την ελευθερία της διαχείρισης του χρόνου μου. Και ταυτόχρονα οι μικροπονηριές μου για να κερδίσω μια ελάχιστη παρένθεση δημιουργικής αυτενέργειας στη δουλειά του γραφιά, οι ασήμαντες καθημερινές μικροαντιστάσεις μου στην ολοκληρωτική πειθαρχία, στην ισοπέδωση, στις απρόσωπες υπηρεσιακές σχέσεις. Είχα ξεκινήσει με το όραμα του Αλιόσα Καραμάζοφ καί προοδευτικά συσχηματιζόμουν με την τραγική φιγούρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς.
Ο Δημήτρης Τρακατέλλης είναι ο Αμερικής Δημήτριος, ο Τάσος Γιαννουλάτος είναι ο Αλβανίας Αναστάσιος.
Το πολυτονικό του πρωτότυπου πέρασε από τα δόντια του Fine Reader.

2 σχόλια:

Elias είπε...

Να γιατί δεν μπορεί κανείς να αντιπαθήσει πραγματικά τον Χ. Γιανναρά, όσα ολισθήματα κι αν κάνει. Ας πάμε όμως στις ιστορικές απαρχές του φαινομένου.

Βρισκόμαστε στο 500 π.Χ. Όλος ο κόσμος προσβλέπει στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα των πράξεών του και είναι προσκολλημένος στους καρπούς των έργων του. Όλος; Όχι! Διότι ένας τοξότης μαθαίνει από τον ηνίοχό του τη μέθοδο της ορθής πράξης: “Οπότε λοιπόν, Αρτζούνα, παραδίδοντας σε Εμένα όλα τα έργα σου, χωρίς επιθυμίες κέρδους, χωρίς αξιώσεις ιδιοκτησίας, ελεύθερος από τον λήθαργο [της Μάγια, δηλ. του κόσμου των φαινομένων], βγες και πολέμησε!”

Η Μπαγκαβάτ Γκίτα, το ιερότερο βιβλίο του Ινδουισμού, θεμελιώνει τη διδασκαλία της Κάρμα Γιόγκα, δηλ. της ανιδιοτελούς υπηρεσίας χωρίς επιθυμίες, χωρίς προσδοκίες ανταμοιβής και βλέψεις σε κάποιο επιθυμητό αποτέλεσμα. Κάτι που βολεύει πάρα πολύ τους διάφορους γκουρού και διδασκάλους, αφού “εξασκείται με το να εγκαταλείπει κανείς τον εαυτό του στην καθοδήγηση ενός πνευματικού δασκάλου, στον Θεό, στον Σρι Κρίσνα” (από εδώ). Ποιος δε θα 'θελε να 'χε, εξάλλου, αφοσιωμένους μαθητές που να εργάζονται γι' αυτόν χωρίς αμοιβή.

Από τότε μέχρι σήμερα, η Κάρμα Γιόγκα συνεχίζει να προσφέρει χρήματα, υλικά αγαθά και εργατοώρες στους πνευματικούς ηγέτες και στις εγκαταστάσεις τους, σε επιχειρήσεις που δεν είναι επιχειρήσεις, δηλαδή: “Ένα άσραμ είναι επίσης ένα μέρος όπου αναπτύσσουμε την εσωτερική στάση της υπηρεσίας και την εμπειρία της κάρμα γιόγκα (αποτελεσματικότητα στη δράση) και της σέβα γιόγκα (προσφορά χρόνου και ενέργειας κάποιου για υπηρεσία)”.

Και τέλος πάντων, το φαινόμενο αυτό της οικονομικής & εργατικής εκμετάλλευσης, συγκαλυμμένης όμως με ηθικό/πνευματικό μανδύα, έχει αρχαίες ρίζες. Απελευθερωνόμαστε από το κάρμα μας όταν προσφέρουμε άμισθες υπηρεσίες, το είπε κι ο Σρι Κρίσνα στον Αρτζούνα.
Ή η Γιάννα στους Ολυμπιακούς Εθελοντές.

Manchurian είπε...

Χμ, η απλήρωτη εργασία απελευθερώνει.