Επειδή, κατά Ζουράρη, όταν δεν έχουμε τι να γράψουμε δεν σιωπούμε. Αντιγράφουμε.
Τις Κυριακές, ο μπαμπάς, η μαμά και εγώ πηγαίναμε και κατασκηνώναμε σε ένα λιβάδι στην άκρη της πόλης. Παίρναμε φαγητό, μια κουβέρτα, μαγιό και μέναμε εκεί ολόκληρη την ημέρα. Μου άρεσε να μετακινούμε και κυρίως μου άρεσε να κάθομαι στα πόδια μεγαλύτερων κοριτσιών (την περίοδο που εγώ ήμουν ανάμεσα στα τρία και τα έξι).
"Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;" με ρωτούσαν οι κυρίες. "Συνταξιούχος", αποκρινόμουν. Υπήρχε λόγος για αυτή την απάντηση μου. Όταν ήμουν στο πάρκο, φτιάχνοντας κάστρα στην άμμο, έβλεπα νευρικούς άνδρες να κρατούν χαρτοφύλακες και να τρέχουν πίσω από ξεχειλισμένα τραμ. "Τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι;", ρωτούσα τη μαμά. "Πάνε στις δουλειές τους", αποκρινόταν εκείνη. Έβλεπα ακόμα κάποιον ηλικιωμένο κύριο να κάθεται ήρεμα στο παγκάκι και να απολαμβάνει τον ήλιο. "Αυτός γιατί είναι εδώ;" ρωτούσα. "Είναι συνταξιούχος". Ε, μετά από όλα αυτά η ιδιότητα του συνταξιούχου έμοιαζε αλήθεια πολύ ελκυστική.
Στηβ, πολλοί δείχνουν να παίρνουν τοις μετρητοίς τη λαϊκή σοφία ότι εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ. Οκ, τον παράδεισό σου τον ξέρουμε και κάποιοι προτιμάμε την εξορία του Αδάμ. Αλλά η κόλαση; Η δική σου προσωπική κόλαση ποια ήταν; Έλα, πες μόνο τις ευχάριστες αναμνήσεις που έχεις από τη μητέρα σου.
Δυο φορές αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Την πρώτη φορά ο πατέρας μου και εγώ είχαμε βγεί έξω βόλτα. Ήταν απόγευμα, οι λάμπες του γκαζιού είχαν αρχίσει να ανάβουν, κάποιο εξάρτημα όμως δεν δούλεψε καλά και η φλόγα έβγαλε έναν πένθιμο ήχο. Φοβήθηκα και πίεσα τον πατέρα μου να γυρίσουμε σπίτι. Η μητέρα μου ήταν σε μια γωνία αναίσθητη, μέσα σε ένα σύννεφο γκαζιού. Τα κατάφερε δεκατρία χρόνια αργότερα. Συχνά, με μια παράφορη οργή, ορμούσε προς το παράθυρο. Έπρεπε να βάλω όλη μου τη δύναμη για να την εμποδίσω να πηδήσει. Πολλά χρόνια μετά το θάνατο της, ενώ μάζευα τα έπιπλα για να τα πουλήσω, ανακάλυψα το λόγια της, γραμμένα με το χέρι της, στην πίσω μεριά του μεγάλου καθρέφτη και των ντουλαπιών. "Θεέ μου, βόηθα με", έλεγε, "δεν μπορώ να συνεχίσω".
Μάλιστα. Και μια τελευταία ερώτηση. Τώρα που ο κουρνιαχτός έχει αρχίσει να κατακάθεται, που έχεις χρόνο να δεις το φιλμ της ζωής σου (αχ αυτά τα κλισέ), τι λες: άξιζε τον κόπο;
Σε αυτή την ερώτηση είναι δύσκολο να απαντήσω. Πολλοί άνθρωποι -επιστήμονες, καλλιτέχνες, δικηγόροι, πολιτικοί, ιερείς- δεν κάνουν καμμία διάκριση ανάμεσα στο επάγγελμα τους και τη ζωή τους. Εαν έχουν επιτυχία, τότε αυτό το θεωρούν επιβεβαίωση της ίδιας τους της ύπαρξης. Έαν αποτύχουν στο επάγγελμα τους σκέφτονται ότι έχουν αποτύχει και σαν άνθρωποι, όση χαρά και αν έχουν δώσει στους φίλους τους, τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους, τους εραστές τους, τα σκυλιά τους. "Ποιός είμαι εγώ", αναρωτιόνταν ο Σοπενάουερ -και απάντησε: "Είμαι το πρόσωπο που έγραψε το 'Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση' και έλυσε το μεγάλο πρόβλημα του είναι". Οι γονείς, τα αδέρφια, οι σύζυγοι, οι ερωμένες, τα παπαγαλάκια, ακόμη και τα πιο προσωπικά αισθήματα του συγγραφέα, τα όνειρα, οι φόβοι, οι προσδοκίες του, έχουν νόημα μόνο σε σχέση με εκείνο το οικοδόμημα, οπότε ανάλογα περιγράφονται: η γυναίκα, ε, αυτή ήξερε να μαγειρεύει, να καθαρίζει, να πλένει και να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Οι φίλοι, ε, αυτοί καταλάβαιναν τον κακόμοιρο σε δύσκολες εποχές και τον υποστήριζαν, του δάνειζαν χρήματα και τον βοηθούσαν ολοπρόθυμοι στην γέννηση των τερατουργημάτων που δημιουργούσε -και ούτω καθεξής. Αυτή η στάση είναι πλατιά διαδεδομένη. Τη βρίσκουμε στην βάση όλων των αυτοβιογραφιών και των βιογραφιών. Τη βρίσκουμε σε πραγματικά μεγάλους στοχαστές (ο Σωκράτης, λίγες ώρες πριν από το θάνατο του, ξεφορτώνεται τη γυναίκα και τα παιδιά του για να μπορέσει να ψιλοκουβεντιάσει για βαθιά ζητήματα με τους γεμάτους λατρεία μαθητές του: Φαίδων 60a7). Αυτή η αντίδραση μου είναι ξένη, ακατανόητη και ελαφρώς τρομακτική.
Εγώ ευχαριστώ, και σε όσους τυχερούς προλάβουν να διαβάσουν το ποστ πέντε λεπτά μετά τη δημοσίευση χαρίζω την αυτοβιογραφία μου με ιδιόχειρη αφιέρωση.
Στηβ, οι μύθοι και οι θρύλοι για τους γονείς σου (βιολογικούς, θετούς, ουατέβα) δίνουν και παίρνουν. Θα είχες την καλωσύνη να ξεκαθαρίσεις μια και καλή πως ήταν η παιδική ηλικία σου;
Τις Κυριακές, ο μπαμπάς, η μαμά και εγώ πηγαίναμε και κατασκηνώναμε σε ένα λιβάδι στην άκρη της πόλης. Παίρναμε φαγητό, μια κουβέρτα, μαγιό και μέναμε εκεί ολόκληρη την ημέρα. Μου άρεσε να μετακινούμε και κυρίως μου άρεσε να κάθομαι στα πόδια μεγαλύτερων κοριτσιών (την περίοδο που εγώ ήμουν ανάμεσα στα τρία και τα έξι).
"Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;" με ρωτούσαν οι κυρίες. "Συνταξιούχος", αποκρινόμουν. Υπήρχε λόγος για αυτή την απάντηση μου. Όταν ήμουν στο πάρκο, φτιάχνοντας κάστρα στην άμμο, έβλεπα νευρικούς άνδρες να κρατούν χαρτοφύλακες και να τρέχουν πίσω από ξεχειλισμένα τραμ. "Τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι;", ρωτούσα τη μαμά. "Πάνε στις δουλειές τους", αποκρινόταν εκείνη. Έβλεπα ακόμα κάποιον ηλικιωμένο κύριο να κάθεται ήρεμα στο παγκάκι και να απολαμβάνει τον ήλιο. "Αυτός γιατί είναι εδώ;" ρωτούσα. "Είναι συνταξιούχος". Ε, μετά από όλα αυτά η ιδιότητα του συνταξιούχου έμοιαζε αλήθεια πολύ ελκυστική.
Στηβ, πολλοί δείχνουν να παίρνουν τοις μετρητοίς τη λαϊκή σοφία ότι εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ. Οκ, τον παράδεισό σου τον ξέρουμε και κάποιοι προτιμάμε την εξορία του Αδάμ. Αλλά η κόλαση; Η δική σου προσωπική κόλαση ποια ήταν; Έλα, πες μόνο τις ευχάριστες αναμνήσεις που έχεις από τη μητέρα σου.
Δυο φορές αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Την πρώτη φορά ο πατέρας μου και εγώ είχαμε βγεί έξω βόλτα. Ήταν απόγευμα, οι λάμπες του γκαζιού είχαν αρχίσει να ανάβουν, κάποιο εξάρτημα όμως δεν δούλεψε καλά και η φλόγα έβγαλε έναν πένθιμο ήχο. Φοβήθηκα και πίεσα τον πατέρα μου να γυρίσουμε σπίτι. Η μητέρα μου ήταν σε μια γωνία αναίσθητη, μέσα σε ένα σύννεφο γκαζιού. Τα κατάφερε δεκατρία χρόνια αργότερα. Συχνά, με μια παράφορη οργή, ορμούσε προς το παράθυρο. Έπρεπε να βάλω όλη μου τη δύναμη για να την εμποδίσω να πηδήσει. Πολλά χρόνια μετά το θάνατο της, ενώ μάζευα τα έπιπλα για να τα πουλήσω, ανακάλυψα το λόγια της, γραμμένα με το χέρι της, στην πίσω μεριά του μεγάλου καθρέφτη και των ντουλαπιών. "Θεέ μου, βόηθα με", έλεγε, "δεν μπορώ να συνεχίσω".
Μάλιστα. Και μια τελευταία ερώτηση. Τώρα που ο κουρνιαχτός έχει αρχίσει να κατακάθεται, που έχεις χρόνο να δεις το φιλμ της ζωής σου (αχ αυτά τα κλισέ), τι λες: άξιζε τον κόπο;
Σε αυτή την ερώτηση είναι δύσκολο να απαντήσω. Πολλοί άνθρωποι -επιστήμονες, καλλιτέχνες, δικηγόροι, πολιτικοί, ιερείς- δεν κάνουν καμμία διάκριση ανάμεσα στο επάγγελμα τους και τη ζωή τους. Εαν έχουν επιτυχία, τότε αυτό το θεωρούν επιβεβαίωση της ίδιας τους της ύπαρξης. Έαν αποτύχουν στο επάγγελμα τους σκέφτονται ότι έχουν αποτύχει και σαν άνθρωποι, όση χαρά και αν έχουν δώσει στους φίλους τους, τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους, τους εραστές τους, τα σκυλιά τους. "Ποιός είμαι εγώ", αναρωτιόνταν ο Σοπενάουερ -και απάντησε: "Είμαι το πρόσωπο που έγραψε το 'Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση' και έλυσε το μεγάλο πρόβλημα του είναι". Οι γονείς, τα αδέρφια, οι σύζυγοι, οι ερωμένες, τα παπαγαλάκια, ακόμη και τα πιο προσωπικά αισθήματα του συγγραφέα, τα όνειρα, οι φόβοι, οι προσδοκίες του, έχουν νόημα μόνο σε σχέση με εκείνο το οικοδόμημα, οπότε ανάλογα περιγράφονται: η γυναίκα, ε, αυτή ήξερε να μαγειρεύει, να καθαρίζει, να πλένει και να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Οι φίλοι, ε, αυτοί καταλάβαιναν τον κακόμοιρο σε δύσκολες εποχές και τον υποστήριζαν, του δάνειζαν χρήματα και τον βοηθούσαν ολοπρόθυμοι στην γέννηση των τερατουργημάτων που δημιουργούσε -και ούτω καθεξής. Αυτή η στάση είναι πλατιά διαδεδομένη. Τη βρίσκουμε στην βάση όλων των αυτοβιογραφιών και των βιογραφιών. Τη βρίσκουμε σε πραγματικά μεγάλους στοχαστές (ο Σωκράτης, λίγες ώρες πριν από το θάνατο του, ξεφορτώνεται τη γυναίκα και τα παιδιά του για να μπορέσει να ψιλοκουβεντιάσει για βαθιά ζητήματα με τους γεμάτους λατρεία μαθητές του: Φαίδων 60a7). Αυτή η αντίδραση μου είναι ξένη, ακατανόητη και ελαφρώς τρομακτική.
Ευχαριστώ Στηβ
Εγώ ευχαριστώ, και σε όσους τυχερούς προλάβουν να διαβάσουν το ποστ πέντε λεπτά μετά τη δημοσίευση χαρίζω την αυτοβιογραφία μου με ιδιόχειρη αφιέρωση.
Είσαι υπέροχος Στηβ
4 σχόλια:
Ό,τι πρέπει... Πολύ καλό.
Η μετάφραση δική σου ή αντιγραφή;
Δεν φαίνεται το λινκ;
(τι ρωτάω, δεν φαίνεται)
Μωρέ φαίνεται... Προφανώς πρόκειται για μετάφραση του Μπίφο [εξελληνισμός του Bfo :-)].
Αυτό το αλτζχάιμερ με ροκανίζει σιγά-σιγά... Ξέχασα ότι είχα σχολιάσει στο ποστ εκείνο!
Δημοσίευση σχολίου