Στις 26 Αυγούστου 1971, ο Φάμπιο Οραντίνι ντι Μπετσέκα καταγγέλλει την ταινία Δεκαήμερο του Πιέρ Πάολο Παζολίνι στην εισαγγελία του Τρέντο, πόλη όπου η ταινία προβλήθηκε πρώτη φορά για το κοινό την προηγούμενη ημέρα, «για να το εξετάσει και αν το θεωρήσει σκόπιμο να επαληθεύσει αν υπάρχουν χυδαίες κι άσεμνες ακρότητες ή άλλα αδικήματα».
Στις 27 Αυγούστου 1971, μετά κι από αίτηση της εισαγγελίας, ο ανακριτής του δικαστηρίου του Τρέντο «δηλώνει ότι δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη» και η καταγγελία τοποθετείται στο αρχείο.
Το Δεκαήμερο, εμπνευσμένο από οχτώ νουβέλες του Βοκάκιου, τοποθετημένο στη Νάπολη και ερμηνευμένο στο ρόλο του ζωγράφου από τον ίδιο το σκηνοθέτη που κέρδισε το δεύτερο βραβείο στο φεστιβάλ του Βερολίνου, απαλλάσσεται γιατί αναγνωρίζεται σαν έργο τέχνης σύμφωνα μ' ένα νόμο που ο Παζολίνι δεν εκτιμά: γράφει στη «Corriere della Sera» της 4 Φεβρουαρίου 1973:
Η λεγόμενη πορνογραφία ή χυδαιότητα, στο δικό μας κώδικα, παύει να θεωρείται τέτοια στα «έργα τέχνης». Το άρθρο 529 του κώδικα επικυρώνει και θεσμοθετεί μ' αυτό τον τρόπο ένα προνόμιο. Το προνόμιο του καλλιτέχνη. Είναι μια πνευματικο-αστική αντίληψη της τέχνης που προβλέπει μια εκλεκτική κοινωνία, στην οποία υπάρχουν κυκλώματα ικανά να έχουν αισθήματα και ιδέες απαγορευμένα στις μάζες.Είναι πολλοί αυτόί που δεν του αναγνωρίζουν το προνόμιο του καλλιτέχνη: η καταγγελία του κυρίου Οραντίνι στο Τρέντο είναι μόνο η αρχή της δικαστικής λαίλαπας που θα διαρκέσει πάνω από έξι μήνες. Το Δεκαήμερο προκαλεί μια πρωτόγονη έκρηξη του δημόσιου και ιδιωτικού μοραλισμού, αποχαλινώνει την δράση των καταδοτών και των καταστολέων, εξασφαλίζει υψηλές εισπράξεις που ξεπερνούν τα τέσσερα δισεκατομμύρια, εγκαινιάζει αθέλητα ένα κινηματογραφικό «ρεύμα» άσχημων θοκακιανών απομιμήσεων. Και αμοίβει τον Παζολίνι, που χάρη στον τύπο και στη δικαιοσύνη είναι πια για πολλούς, βλάσφημος, αισχρολόγος, ριζοσπαστικός, κλέφτης, φίλος των ανθρώπων του υπόκοσμου, και με την τελευταία ετικέτα: πορνογράφος.
[…]
Για να ενοχοποιήσουν το Δεκαήμερο, δικαστές και υπάλληλοι της αστυνομίας αποδείχτηκαν ασυνήθιστα επιμελείς κι ευσυνείδητοι. Στην Κρεμόνα, η ταινία καταγγέλθηκε από την αστυνομία «κατόπιν διαφόρων τηλεφωνημάτων από πρόσωπα που ήθελαν να μείνουν ανώνυμα». Στη Σουλμόνα ο εισαγγελέας πηγαίνει να δει την ταινία «με σκοπό να δει αν επαληθεύονταν οι φήμες που απόδιδαν στην ταινία χυδαίο περιεχόμένο». Στο Καμπομπάσο ο αστυνόμος απευθύνεται στο δικαστή μια βδομάδα πριν από την προβολή της ταινίας στην πόλη, παρακαλώντας να «γνωστοποιήσει τις αποφάσεις της υπηρεσίας» επί του προκειμένου. Στο Μπάρι ο επιθεωρητής της αστυνομίας Σαντόρο ανακοινώνει πως το Δεκαήμερο είναι αποκύημα «της πιο απεχθούς και φρικαλέας χυδαιότητας». Στη Φεράρα η καταγγελία ξεκινά από ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο της δικαστικής αστυνομίας, στην Ανκόνα «από την αστυνομία γυναικών καθώς και από μεμονωμένους πολίτες».
Στο Μιλάνο καταγγέλλονται ακόμη και οι διαφημιστικές αγγελίες για την ταινία στην εφημερίδα «Corriere della Sera». Κατά δεκάδες καταφθάνουν οι καταγγελίες ιδιωτών από τις πόλεις Μιλάνο, Παβία, Ρώμη, Λούτσερα, Πάντοβα, Βενετία, Νάπολι, Κιέτι, Βερόνα κ.α.: τελικά θα ξεπεράσουν τις ογδόντα.
Αυτό δεν είχε συμβεί ως τότε για καμιά ταινία. Το φαινόμενο είναι πρωτοφανές σε μέγεθος και πείσμα.
Στο Μιλάνο, η εκστρατεία εμφανίζεται οργανωμένη: Οι καταγγελίες έχουν γίνει μεταξύ 20 και 25 Οκτωβρίου 1971, και μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Ο Νέρις Αρίζι καταγγέλει το Δεκαήμερο: «ανάρμοστο, άσεμνο, πορνογραφικό και γι' αυτό όχι απόλυτα καλλιτεχνικό, προσβλητικό για σοβαρούς κι έντιμους ανθρώπους, επιβλαβές για την ήδη πολύ διεφθαρμένη νεολαία και για τους ώριμους ενήλικες ακόμη». Ο Έστερ Μπριόσι το καταγγέλλει «σαν χυδαίο, αντίθετο προς τα χρηστά ήθη και προσβλητικό για τους έντιμους ανθρώπους, με καθαρά πορνογραφικούς στόχους και κατά συνέπεια καθόλου καλλιτεχνικούς».
Ο Τζιανκάρλο Καβάλι αντιδρά: «...γιατί είναι απλώς εμετικό, χυδαίο, αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, που ερεθίζει τα ποταπά και χυδαία ζωώδη ένστικτα με σοβαρές επιπτώσεις στην ήδη διεφθαρμένη νεολαία και στους λιγότερο ώριμους ενήλικες· γιατί είναι προσβλητικό για τους έντιμους ανθρώπους, έχει στόχους καθαρά πορνογραφικούς και γι' αυτό καθόλου καλλιτεχνικούς. Με καταπλήσσει το γεγονός ότι το δικαστικό σώμα του Μιλάνο μπορεί να ανέχεται τόσο χυδαίες ταινίες κι ότι είναι τόσο ανίσχυρο να εφαρμόσει το νόμο, ενισχύοντας συνεχή εγκλήματα βίας με φόντο καθαρά σεξουαλικό και μανιακό που βρίσκουν πηγές έμπνευσης σε τέτοια έργα. Ας με συγχωρέσει ο κύριος εισαγγελέας, αλλά σκέφτομαι πραγματικά ότι είναι απαράβατο δικαίωμα του κάθε σωστού ατόμου, αξιοπρεπούς και σοβαρού το να μπορεί να συμμετέχει στον προγραμματισμό των κινηματογραφικών προβολών που προορίζεται για ανθρώπους, όχι για ζώα».
Τα ίδια επαναλαμβάνουν σε δυο αυθεντικές καταγγελίες δύο απίθανοι θεατές, ιεραπόστολοι του Σάκρο Κουόρε, η αδελφή Ερμίνια Καπέλι και η αδελφή Ρόζα Τζανότι: «Πορνογραφικό και καθόλου καλλιτεχνικό, προσβλητικό για την ευπρέπεια των ανθρώπων και για τη σοβαρότητα του κόσμου και φοβερά επιβλαβές για τη νεολαία που ήδη βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο καθώς και για τους ενήλικες που δεν είναι εντελώς ώριμοι». Ο Τζιουζέπε Σακόνι επιμένει: «Πολύ επιβλαβές για τους νέους και για τους λιγότερο ώριμους ενήλικες». Απ' όλες τις καταγγελίες του Μιλάνο λίγες φαίνεται να οφείλονται σε ατομική πρωτοβουλία. Υπάρχει η Ρενάτα Ντανιέλι, «μια μάνα», που καταγγέλλοντας περιγράφει την κατάσταση της: «βγήκα από την αίθουσα του κινηματογράφου αποβλακωμένη και για κάμποσες ημέρες έμεινα υπό την επήρεια του σοκ». Υπάρχει ο Τζιοβάνι Κολόμπο που καταγγέλλοντας αποκαλύπτεται πολύ ενοχλημένος: «Ποτέ δεν προβλήθηκε στην Ιταλία μια ταινία πιο χυδαία, πιο αηδιαστική, πιο διαφθοροποιός πιο βρώμικη. Ούτε η σκιά μιας ένδειξης τέχνης, ούτε η σκιά μιας έστω πικάντικης ιστορίας. Σαπίλα και βρωμιά από την πρώτη ως την τελευταία σεκάνς. Η εν λόγω ταινία όχι μόνο προσβάλλει το κοινό αίσθημα των μαζών αλλά προκαλεί την απέχθεια και τον εμετό όλων, ακόμη και των απελεύθερων και των διεστραμμένων».
Η «Εθνική Επιτροπή για τη Δημόσια Ηθική» (όπως και το «Φρόντε Μονάρκικο Τζιοβανίλε» Μοναρχικό Μέτωπο Νεολαίας) καταγγέλλει προσωπικά. Εμψυχωμένοι από ηγέτες σαν τον χριστιανοδημοκράτη βουλευτή Αγκοστίνο Γκρέτζι ή σαν τις εκκλησιαστικές ιεραρχίες της Αμβρούζιας και της Βενετίας, οι ομάδες της «Υπεράσπισης της Ηθικής» ενεργοποιούνται ιδιαίτερα μετά την αποδοχή του νόμου για το διαζύγιο, που επικυρώθηκε τον Οκτώβρη του 1970. Καταγγέλλουν δημοσιεύματα, ταινίες, πρόσωπα. Το Δεκαήμερο τους προξενεί ξέχωρη οργή και για ένα επιπλέον λόγο (κατά ανάλογο τρόπο με την ταινία Οι Διάβολοι του Κεν Ράσελ, που επίσης έγινε αντικείμενο μιας εκστρατείας πολύ πιο ήπιας και περιορισμένης) για τον λόγο ότι δείχνει αχρείους καλόγερους και καλογρηές.
Για άλλους μεμονωμένους πολίτες, η επιθετικότητα εναντίον της ταινίας ξεκινά από διαφορετικές αιτίες. Το Δεκαήμερο περιγράφει το σαρκικό έρωτα χωρίς δραματικότητες ούτε αισθήματα ενοχής, με εύθυμο τρόπο. Είναι η πρώτη λαϊκή ιταλική ταινία στην οποία εμφανίζονται ακάλυπτα τα ανδρικά γεννητικά όργανα. Ο Παζολίνι είναι δημιούργημα του σατανά.
Στις καταγγελίες για το Δεκαήμερο διαπιστώνονται συμπτώματα παράνοιας, διαψεύσεις, μνησικακίες, φόβοι. Ο Λορέντσο Μανότζι Τουρίνι, δασοφύλακας που είδε την ταινία στη Ρώμη, την καταγγέλλει όχι μόνο για «τη χυδαιότητα, την προσβολή της αιδούς, την απέχθεια που ένιωσα» αλλά και για «την προσβολή προς τη θρησκεία με το να παρουσιάζει καλογρηές και καλόγερους σα διεφθαρμένους και βιτσιόζους». Ο Πιέρ Μαρία Φέρι, υπάλληλος στη Ρώμη, καταγγέλλει την ταινία προς υπεράσπιση των νοικοκυράδων: «ζητάει από τα αρμόδια όργανα να μην επιτραπεί η είσοδος των συζύγων και αρραβωνιαστικών κι ας μην είναι κάτω των 18, στις αίθουσες προβολής, λαμβανομένης υπόψη της τραχύτητας αν όχι της αποκρουστικότητας της προαναφερθείσης ταινίας». Ο Τζιουζέπε Μπάρκα κι άλλοι δέκα από τη Νάπολη μέσα από τις καταγγελίες τους αποκαλύπτουν την ανασφάλεια τους: «διάφορα πρώτα πλάνα στα οποία έχει φωτογραφηθεί από μπροστά η κατώτερη υπογάστρια κοιλιακή χώρα των ανδρών, με τα γεννητικά όργανα τυλιγμένα σ' επιδέσμους κι όλα αυτά με το σκοπό να επιδειχθούν οι μεγάλες τους διαστάσεις»!
Ο Ουμπέρτο Πόντι από τη Ρώμη καταγγέλλει το Δεκαήμερο χωρίς να το έχει δει: «Υιοθετώ την άποψη του κυρίου Φεράρι, ενός ανάπηρου από τον τελευταίο πόλεμο που έχοντας το δικαίωμα της ελεύθερης εισόδου πηγαίνει κάθε μέρα στον κινηματογράφο. Το Δεκαήμερο είναι η πιο αισχρή κι αηδιαστική από κάθε άλλη ταινία. Ακόμη κι από την ταινία Οι Διάβολοι! Άνδρες γυμνοί σε πρώτο πλάνο να συνουσιάζονται μεταξύ τους»! Ο Αλφόνσο Πετρέλα και ο Μικέλε Ντ' Αμπρόζιο, από τη Λουτσέρα, καταγγέλλουν την ταινία πριν ακόμη προβληθεί στην πόλη τους: «από τα λεγόμενα φίλων που την είδαν στην κοντινή Φότζια προκύπτει ότι η ταινία αυτή έχει σεκάνς ολόκληρες στις οποίες η χυδαιότητα ξεπερνά κάθε όριο ανοχής», γράφει στην καταγγελία του ο πρώτος.
Ο δρ. Μικέλε Ντεκάμπο, γιατρός χειρούργος, κάνει διάγνωση: «... δεν είναι τα ελαττώματα του καλλιτέχνη Παζολίνι ή τους πιθανούς εκφυλισμούς του που θέλω να στιγματίσω αλλά αυτούς που του επιτρέπουν να σκορπίζει πίσω από τη μάσκα της τέχνης και της ελευθερίας τόση χυδαία αθλιότητα». Ορύεται από τη Νάπολη ο «ιταλός πολίτης Μίρα Σαλβατόρε»: «Μετά από μια τέτοια ταινία, που εξαιτίας των χυδαίων σεκάνς που αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη, είναι ανάγκη να προσεχθεί ιδιαίτερα από τις δικαστικές αρχές της Νάπολη όπως έγινε και με άλλες ιταλικές πόλεις του Νότου, όπου οι αρχές πρόβλεψαν για την άμεση κατάσχεση, οι προαναφερθέντες θεατές, αν στις 24 ώρες μετά την παρακολούθηση της ταινίας παραμελήσουν τη συνουσία θα διατρέξουν τον κίνδυνο να τους μείνει ατροφικό το γεννητικό σύστημα, στη συνέχεια θα εκδηλωθούν, ανώμαλη κυκλοφορία του αίματος, συμπτώματα πνευματικών διαταραχών και μερικοί απ' αυτούς θα πάθουν αποπληξία».
Ο Μπίτσε Αλλεγκρέτι από το Μιλάνο καταγγέλοντας, ικετεύει: «Σας παρακαλώ να επέμβετε εν ονόματι του Θεού».
Ο Παζολίνι στη διάρκεια του γυρίσματος της ταινίας Δεκαήμερο είχε δηλώσει: «Ζω τη χαρούμενη στιγμή μου».
[...]
Η δίκη εναντίον της ταινίας Χίλιες και μία νύχτες ολοκληρώνεται γρήγορα.
Για να εξετάσει την ταινία, εμπνευσμένη από το Χίλιες και μία νύχτες, και βραβευμένη στις Κάννες μ' ένα ειδικό βραβείο της επιτροπής, ο αντιεισαγγελέας του Μιλάνο χρησιμοποιεί απλόχερα την ιδιότητα του κριτικού κινηματογράφου που ο νόμος του αποδίδει. Στις παρατηρήσεις του, πλούσιες σε θετικές εκτιμήσεις και με την τελική κρίση ότι η ταινία είναι το δίχως άλλο έργο τέχνης, σημειώνει: «κινηματογραφικό έργο καλού επιπέδου», «επιτυχής προσαρμογή στο περιβάλλον», «σύντομοι διάλογοι, μερικές φορές βιαστικοί, συναισθήματα, που περισσότερο διατυπώνονται παρά εκφράζονται», «οι άραβες ήρωες δεν έχουν πάντα μια πραγματική αυτονομία», «η τελική εντύπωση που αφήνει είναι μια κάποια υπέρμετρη πληθώρα και υπεραφθονία χωρίς επαρκή άρθρωση».
Μια παρατήρηση του αντιεισαγγελέα Γκάιτσι («απεικόνιση σεξουαλικότητας και συναισθηματικότητας που δεν είναι αρρωστημένες, γιατί είναι απελευθερωμένες από την ιδέα της αμαρτίας, που βαραίνει τη χριστιανική παράδοση») προκαλεί την έντονη αντίδραση της «L’ Osservatore Romano» της 31 Ιουλίου 1974: «Σε ποια μακρινή χώρα να γεννήθηκε ένας αντιεισαγγελέας που εκφράζει μια τέτοια κρίση; Ποια παράδοση θα επικαλεσθεί η κουλτούρα και η ηθική του; Η ιδέα του αμαρτήματος είναι προϊόν μιας ψεύτικης ηθικής από την οποία πρέπει να απαλλαγούμε; Τότε η αθανασία δεν υπάρχει πια από τη στιγμή που για τη χριστιανική παράδοση η ιδέα του αμαρτήματος είναι ακριβώς η ιδέα αυτού που είναι αντίθετο προς την ηθική τάξη, εξαιτίας του αντικειμένου ή του στόχου ή των περιστάσεων... Πόσο λιγότερα θα ήταν τα εγκλήματα που θα είχαν στα χέρια τους οι αντιεισαγγελείς αν η έννοια του αμαρτήματος είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στην κοινωνία! Το υπαγορεύει η περίσταση να συνεργάζονται κι αυτοί ακόμη για την υποβάθμιση της»;
Στις 5 Αυγούστου 1974 μετά από αίτηση και της εισαγγελίας, ο ανακριτής του δικαστηρίου του Μιλάνο αποφασίζει «να μην ασκηθεί ποινική δίωξη» εναντίον της ταινίας Χίλιες και μία νύχτες.
«Παζολίνι: χρονικό της βίας, της δίωξης και του θανάτου», εκδ. εξάντας
4 σχόλια:
Η ιστορία συνείζεται, λίγο διαφορετικά. Ευτυχώς..?
http://gravityandthewind.blogspot.com/2008/08/blog-post_29.html
Ξέρεις το πρόβλημα με την κίνηση της ιστορίας, είναι ευθεία ή σπειροειδής;
Γενικά η εντύπωση που έχω είναι πως αν πατήσεις τον κάλο μιας κοινωνίας, είτε στο πόδι τον έχει είτε στο κεφάλι, βρίσκεις το μπελά σου.
(major disclosure, ο ακίνδυνος είμαι καλέ)
Όσο πρόβλημα είναι η κωνσταντινοτσατσική παρέμβαση της πολιτικής στην τέχνη, άλλο τόσο είναι και η αναγωγή της τελευταίας σε υψηλή σφαίρα που οφείλει να παραμένει στο απυρόβλητο. Όχι μόνο γιατί το κάθε σκουπίδι μπορεί να βαφτιστεί "τέχνη" και να αξιώνει τιμές και προστασία, αλλά και γιατί δημιουργείται έτσι μία κάστα εκλεκτών που "έχουν αισθήματα και ιδέες απαγορευμένα στις μάζες". Ο Παζολίνι κι εγώ διαφωνούμε κάθετα μ' αυτό.
Εδώ ακριβώς έγκειται και η ένστασή μου στην παρουσίαση της υπόθεσης του εσταυρωμένου βάτραχου: αναπαράγει αυτήν την ελιτίστικη θεώρηση της τέχνης. Γι' αυτό και σου την έπεσα στο buzz (κακώς• στον Gravity & the Wind έπρεπε να την πέσω, αλλά φοβήθηκα πως θα βρω τον μπελά μου αν πατήσω τον κάλο μιας ομόφωνης μπλογκοπαρέας, είτε στο πόδι τον έχουν είτε στο κεφάλι).
"Κοιτάξτε πόσο πιο πολιτισμένες είναι οι ιταλικές αντιδράσεις σε σχέση με τις ελληνικές!" - και την ίδια στιγμή επαναλαμβάνεις το παραμύθι ότι το έργο είναι αυτοπροσωπογραφία που απεικονίζει το ανθρώπινο άγχος. Στοιχειωδώς, έπρεπε να πάρεις θέση πάνω σ' αυτό, το "σύμφωνα με το μουσείο" σε σώζει; Όχι επειδή κάποιος προκαλεί αλλά επειδή το κάνει εσκεμμένα, για να προκαλέσει ντόρο.
Ούτε με τον Ψωμιάδη ούτε με τον Ανδρουλάκη. Ούτε στο κάψιμο βιβλίων ούτε και στο "Μι εις τη Νι".
Ενώ το να βρίζεις εμένα σε άλλο μπλογκ είναι, προφανώς, το απαύγασμα της αρετής...
Το θέμα του ποστ μου ήταν οι αντιδράσεις, Ηλία -- όχι το τι είναι ή τι δεν είναι το έργο. Αν, βέβαια, δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις αυτό το στοιχειώδες, τότε όντως πολύ καλά έκανες που δεν έγραψες στο δικό μου μπλογκ.
Συγγνώμη για την άσχετη παρέμβαση, αλλά κάποιες συμπεριφορές μου ανεβάζουν το αίμα στο κεφάλι...
Δημοσίευση σχολίου