24 Δεκεμβρίου 2013
15 Νοεμβρίου 2013
29 Σεπτεμβρίου 2013
Μόνο στην Ελλάδα γίνονται αυτά, επεισόδιο 254
είναι από αυτά τα, που καθιστούν την Ελλάδα ξέρετε μοναδικό παράδειγμα στα διεθνή κοινοβουλευτικά χρονικά, και για καλό και για κακό σε πολλά σημεία, δεν, το λίγο που έψαξα αλλά δεν έκανα σοβαρή δουλειά, δεν έχω βρει να έχει επαναληφθεί το φαινόμενο βουλευτής ή αρχηγός κόμματος να βρίσκεται στη φυλακή
Νίκος Αλιβιζάτος 28/9/2013 στο βραδινό δελτίο ειδήσεψν του Σκάι (στο 40:00)
Σαφώς η επίκληση του λίγου ψαξίματος και η ομολογία μη σοβαρής δουλειάς θεμελιώνουν δικαίωμα υπαναχώρησης. Αλλά στ' αλήθεια ο Αλιβιζάτος αδυνατούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του άλλο παράδειγμα βουλευτή ή αρχηγού κόμματος να βρίσκεται στη φυλακή;
Every Vote Matters
Εκτός κι αν ισχυριστεί πως εννοούσε ότι ακριβώς ίδια περίπτωση δεν υπάρχει.
Κρίμα που αργά ή γρήγορα θα το θυμηθούν και στη Χρυσή Αυγή και θα μας τα πρήξουν.
Αλλά αυτό είναι αδύναμη δικαιολογία για κάποιον που θέλει ο λόγος του να περιβάλλεται με επιστημονικό κύρος.
Εκτός κι αν ισχυριστεί πως εννοούσε ότι ακριβώς ίδια περίπτωση δεν υπάρχει.
Κρίμα που αργά ή γρήγορα θα το θυμηθούν και στη Χρυσή Αυγή και θα μας τα πρήξουν.
Αλλά αυτό είναι αδύναμη δικαιολογία για κάποιον που θέλει ο λόγος του να περιβάλλεται με επιστημονικό κύρος.
23 Σεπτεμβρίου 2013
Η ιστορία μιας φωτογραφίας
A Photograph. Σύντομο αλλά εξαιρετικό άρθρο του Έκο για φωτογραφίες σαν αυτή που κυκλοφόρησε χτες (pdf): http://t.co/6QhEdOlYJaANTONIO CUSTRA, tre autonomi uccidono...
— Gregory Farmakis (@gregoryfarmakis) September 22, 2013
Antonio Custra ονομάζεται ο απών από τη φωτογραφία νεκρός.
Ποιος άλλος είναι παρών στη φωτογραφία;
Ένας δεύτερος φωτογράφος!
Milano 1977: omicidio Custra, foto inedite
Αυτό είναι όλο; Όχι.
Ιταλικά δεν ξέρω, αλλά από με λίγο ψάξιμο και μια δόση google translate κατάλαβα πως η φονική σφαίρα δεν ήταν από το δικό του όπλο. Πάντως και οι τρεις ήταν παιδιά. Οργισμένα αλλά παιδιά.
Τέλος υπάρχει μια αξιοθρήνητη όσο και καταγέλαστη ειρωνεία, οι φωτογραφίες έχουν απαλλοτριωθεί από επιγόνους των νεοφαιστών της εποχής. Προφανώς από άγνοια (να γιατί πρέπει να διδάσκονται τα αρχαία από το πρωτότυπο) αλλά και επειδή η αισθητική της βίας είναι δεινή άλτρια.
Σκέψου και προβληματίσου.
20 Σεπτεμβρίου 2013
11 Σεπτεμβρίου 2013
08 Σεπτεμβρίου 2013
Κάποτε θα τα θυμόμαστε όλα αυτά και θα γελάμε
Η Καθημερινή έχει ένα ρεπορτάζ της Ιωάννας Μάνδρου για τον νέο Ποινικό Κώδικα που επιχειρεί να εκσυγχρονίσει το "σύστημα τιμωρίας" (sic).
Ο τίτλος είναι 1.000 ισοβίτες στις ελληνικές φυλακές, και στην πρώτη παράγραφο μαθαίνουμε πως κατέχουμε ένα πανευρωπαϊκό ρεκόρ. Στις ελληνικές φυλακές σε πληθυσμό 12.912 κρατουμένων υπάρχουν 1.000 ισοβίτες, τη στιγμή που στην Ολλανδία είναι 90 και στη Γερμανία 140.
Κάτι τα στρογγυλά νούμερα των ισοβιτών, κάτι που η τέταρτη πρόταση είναι επανάληψη της πρώτης, με κυρίευσε ο ψυχαναγκασμός της διασταύρωσης.
Council of Europe Annual Penal Statistics, Survey 2010
(υπάρχει και έκθεση του 2011 αλλά με ρητή επιφύλαξη όσον αφορά τα ελληνικά νούμερα, συν ότι έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε δώσει αριθμό ισοβιτών)
Στον πίνακα 8 (σ. 95) βλέπουμε πως η Ελλάδα έχει 829 ισοβίτες. Δεδομένου ότι τα στοιχεία αφορούν τελεσίδικες ποινές, νομίζω πως οι 1.000 της Μάνδρου είναι ένας ρεαλιστικός αριθμός, καθώς μου φαίνεται πολύ πιθανό να περιλαμβάνονται και όσοι δεν έχουν εξαντλήσει τα ένδικα μέσα. Αλλά οι ισοβίτες στην Ολλανδία είναι 25 (οκ, δε χάθηκε ο κόσμος) και στη Γερμανία 2.048 (επ! επ! επ!).
Είναι όμως οι 1.000 ισοβίτες στην Ελλάδα πανευρωπαϊκό ρεκόρ;
Πάμε στον πίνακα 9 (σ. 101) όπου βλέπουμε τι ποσοστό αντιπροσωπεύει κάθε κατηγορία ποινής ανάλογα με τη διάρκειά της.
Και είναι αλήθεια πως το 10,1 των ισοβιτών στην Ελλάδα δεν καταπίνεται εύκολα. Είναι μεγαλύτερο κι από το 6,7 της Τουρκίας. Αλλά αν προσπεράσουμε την επόμενη της Τουρκίας τι βλέπουμε;
Αγγλία και Ουαλία 10,5
Βόρεια Ιρλανδία 20,2 (εντάξει, ειδική περίπτωση)
Σκωτία 12,4
Είναι λόγος να χαιρόμαστε που το μικρό νησί μας αφήνει στο δεύτερο σκαλί του βάθρου; Όχι βέβαια, αλλά πως να το κάνουμε, δεν έχουμε το ρεκόρ.
Και μη ξεχνάμε πως εκτός από τους (κατ' όνομα σε πολλές περιπτώσεις) ισοβίτες υπάρχουν και οι προφυλακισμένοι.
Άραγε εκεί κατέχουμε το πανευρωπαϊκό ρεκόρ;
Πίνακας 5 πέμπτη στήλη (σ. 84), με το 31,2% των κρατούμενων να είναι προφυλακισμένοι έχουμε όλα τα φόντα. Αλλά πάλι μας παίρνουν τη μπουκιά από το στόμα η Κύπρος (44,6), η Αλβανία (39,6) και η Β. Ιρλανδία (38,3). Όμως εμείς θέλουμε να μοιάσουμε στις Γερμανίες και τις Ολλανδίες. Πως τα πάνε; Η Γερμανία τα πάει πολύ καλά με 15,4 και η Ολλανδία όχι και τόσο καλά με 36,7. Ααα, 5,5 μονάδες πάνω από εμάς!
(εντάξει, το ποσοστό δεν λέει όλη την ιστορία, έχουν σημασία οι συνθήκες και η διάρκεια)
Ο τίτλος είναι 1.000 ισοβίτες στις ελληνικές φυλακές, και στην πρώτη παράγραφο μαθαίνουμε πως κατέχουμε ένα πανευρωπαϊκό ρεκόρ. Στις ελληνικές φυλακές σε πληθυσμό 12.912 κρατουμένων υπάρχουν 1.000 ισοβίτες, τη στιγμή που στην Ολλανδία είναι 90 και στη Γερμανία 140.
Κάτι τα στρογγυλά νούμερα των ισοβιτών, κάτι που η τέταρτη πρόταση είναι επανάληψη της πρώτης, με κυρίευσε ο ψυχαναγκασμός της διασταύρωσης.
Council of Europe Annual Penal Statistics, Survey 2010
(υπάρχει και έκθεση του 2011 αλλά με ρητή επιφύλαξη όσον αφορά τα ελληνικά νούμερα, συν ότι έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε δώσει αριθμό ισοβιτών)
Στον πίνακα 8 (σ. 95) βλέπουμε πως η Ελλάδα έχει 829 ισοβίτες. Δεδομένου ότι τα στοιχεία αφορούν τελεσίδικες ποινές, νομίζω πως οι 1.000 της Μάνδρου είναι ένας ρεαλιστικός αριθμός, καθώς μου φαίνεται πολύ πιθανό να περιλαμβάνονται και όσοι δεν έχουν εξαντλήσει τα ένδικα μέσα. Αλλά οι ισοβίτες στην Ολλανδία είναι 25 (οκ, δε χάθηκε ο κόσμος) και στη Γερμανία 2.048 (επ! επ! επ!).
Είναι όμως οι 1.000 ισοβίτες στην Ελλάδα πανευρωπαϊκό ρεκόρ;
Πάμε στον πίνακα 9 (σ. 101) όπου βλέπουμε τι ποσοστό αντιπροσωπεύει κάθε κατηγορία ποινής ανάλογα με τη διάρκειά της.
Και είναι αλήθεια πως το 10,1 των ισοβιτών στην Ελλάδα δεν καταπίνεται εύκολα. Είναι μεγαλύτερο κι από το 6,7 της Τουρκίας. Αλλά αν προσπεράσουμε την επόμενη της Τουρκίας τι βλέπουμε;
Αγγλία και Ουαλία 10,5
Βόρεια Ιρλανδία 20,2 (εντάξει, ειδική περίπτωση)
Σκωτία 12,4
Είναι λόγος να χαιρόμαστε που το μικρό νησί μας αφήνει στο δεύτερο σκαλί του βάθρου; Όχι βέβαια, αλλά πως να το κάνουμε, δεν έχουμε το ρεκόρ.
Και μη ξεχνάμε πως εκτός από τους (κατ' όνομα σε πολλές περιπτώσεις) ισοβίτες υπάρχουν και οι προφυλακισμένοι.
Άραγε εκεί κατέχουμε το πανευρωπαϊκό ρεκόρ;
Πίνακας 5 πέμπτη στήλη (σ. 84), με το 31,2% των κρατούμενων να είναι προφυλακισμένοι έχουμε όλα τα φόντα. Αλλά πάλι μας παίρνουν τη μπουκιά από το στόμα η Κύπρος (44,6), η Αλβανία (39,6) και η Β. Ιρλανδία (38,3). Όμως εμείς θέλουμε να μοιάσουμε στις Γερμανίες και τις Ολλανδίες. Πως τα πάνε; Η Γερμανία τα πάει πολύ καλά με 15,4 και η Ολλανδία όχι και τόσο καλά με 36,7. Ααα, 5,5 μονάδες πάνω από εμάς!
(εντάξει, το ποσοστό δεν λέει όλη την ιστορία, έχουν σημασία οι συνθήκες και η διάρκεια)
26 Αυγούστου 2013
Ψύλλος στ' άχυρα
Κι αξίζει ίσως ακόμα να θυμηθούμε ότι στη Γαλλία η 14η Ιουλίου, υπάρχει η στρατιωτική παρέλαση, αλλά γιορτάζεται και με λαϊκές γιορτές, τους περίφημους bals du 14 juillet, υπάρχει κι ένα τραγούδι της Πιαφ που αναφέρεται, γίνονται γιορτές το βράδυ σε όλη τη Γαλλία
Σε μας όμως τιμάται με στρατιωτική παρέλαση, με δοξολογίες στους ναούς και στρατιωτικού τύπου παρελάσεις των σχολείων. Ακόμα και με αναπαραστάσεις σφαγών, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως συμβαίνει με την ετήσια αναπαράσταση της αιματηρής άλωσης της Τρίπολης από τον Κολοκοτρώνη.
Συζήτηση Πολιτική Βία και Φανατισμός Μάρτιος 2011
Πολιτιστικό πρόβλημα είναι οι γιορτές και οι αναπαραστάσεις της τάδε ή της δείνα μάχης σε δεκάδες πολιτείες και χωριά – και αν είναι απολύτως κατανοητό να τιμάται το Μεσολόγγι, η πολίχνη που πολιορκήθηκε και αντιστάθηκε και θυσιάστηκε, δεν είναι ντροπή να εορτάζεται η «απελευθέρωση της Τρίπολης», ήτοι η σφαγή των αμάχων από τους άτακτους του Κολοκοτρώνη;
Διαιωνίζοντας την κουλτούρα της βίας Δεκέμβριος 2008
Από την υποκειμενική αίσθηση ντροπής για τον εορτασμό, στο αντικειμενικό γεγονός της αναπαράστασης της σφαγής.
Αν συμβαίνει θα πρέπει να είναι κάτι πιο σοβαρό από τον φαν του Μποστ που ντύνεται Κολοκοτρώνης.
Δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά, είναι όμως δυνατό να μην υπάρχει κάποιο φωτογραφικό τεκμήριο;
Τέλος πάντων, δεν χάθηκε ο κόσμος.
Αυτό που με προβληματίζει είναι άλλο.
Ο Ψυχογιός αναζητώντας τις ρίζες της πολιτικής βίας στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, εντοπίζει τη γενεσιουργό αιτία στην αποθέωση της πολεμικής βίας των πραγματικών ή φανταστικών προγόνων μας.
Αν λοιπόν ήμουν ο Πάσχος Μανδραβέλης, ασχέτως αν θα έδινα δίκιο ή άδικο στον Ψυχογιό, θα του ζητούσα να μου εξηγήσει πως γίνεται στην Αμερική της οπλοκατοχής, με κοινωνικά, ιστορικά και νομικά ερείσματα που στην Ελλάδα δεν μπορεί να ονειρευτεί ούτε ο Ολυμπιακός, πως γίνεται ειδικά εκεί να μην υπάρχει κάτι παρεμφερές με την πραγματική ή φανταστική (taste your own medicine!) πολιτική βία της Ελλάδας της μεταπολίτευσης;
17 Αυγούστου 2013
Αυγουστιάτικη προσφορά για διανοούμενους
(εναλλακτικός τίτλος, Τι θα γινόταν αν η Διβάνη ήταν ο Παζολίνι)
A friend of the policeman carried out an investigation on his own, in his free time, and after a long period of lying in wait he succeeded in capturing the escaped man. In this way the shade of the young man who had committed suicide was - at least in the sight of his friend - partly placated.
Elsewhere (Carriere della Sera, 18 July 1975) I have called this an episode of obedience. Obedience to a series of norms and therefore of values which define a culture that has now disappeared (almost totally, although only within the last few years). These norms and values are traditional. That is to say, they really belong to a popular universe which, by means of these values, had created a way of life which had continued to function for centuries. At the same time, however, such norms and values had been taken over by the men of power and had been alienated and reimposed by means of police repression of a clerico-fascist nature. (This was a case of an operation not lacking in coherence since even in the framework of the reality of popular life during its moment of autonomy, such norms and values were of a religious and paternalistic nature.)
Now, I repeat, these norms and values have collapsed because the culture that expressed them, and was expressed by them, has been destroyed. They remain 'crystallized' in the reactionary and surviving wing of clerico-fascist power. But in fact no one believes in them any more - neither the priests nor the generals. Their presence is still felt, however, potent and fascinating, a hang-over from the recent past whether as a positive popular spectre or as a horrendous clerico-fascist one. Among other things, we still believe that they govern our lives (our ideas about reality and our behaviour).
The policeman who committed suicide, Vincenzo Rizzi by name, still truly believed in them. He came from a poor and decent Southern family where he had assimilated those norms and values in their natural innocence and had then as a police cadet been educated in accordance with them. The police must naturally pretend that these norms and values are still normal currency. Otherwise how can they talk to their cadets?
So Vincenzo Rizzi was an 'obedient' boy. Something absolutely original in a world of 'disobedience': 'rhetorical disobedience' (the kind created and manipulated by the ruling power as a contradiction of itself and, above all, as a guarantee of modernity, which is absolutely essential for consumption) and 'real disobedience' (that of scattered groups of revolutionaries and of an enormous mass of criminals).
So I consider the word 'disobedience' to be discredited, while the word 'obedience' has to be reassessed. The story of the policeman, Vincenzo Rizzi, is therefore in my eyes a moving and exemplary story.
But can a man, a boy, maintain intact within himself and indeed almost crystallized, a 'culture', an entire system of values? When naturally, one is speaking of a culture in the anthropological sense of a system of values capable of determining one's way of life down to the last physical detail?
Can the whole world be 'mutated' and yet remain 'unmutated' inside one person or certain specific groups of persons (mostly policemen or soldiers who are precisely the only ones to preserve a certain ancient Italian grace)?
No, it is not possible. In what way then was the policeman, Vincenzo Rizzi, 'contaminated' by that 'false obedience', which is in reality the 'true obedience' to the rules of the new power?
The boy, Cosimo Marra, that is to say, the policeman who was Vincenzo Rizzi's friend and his avenger, when giving some interviews (not so far as I can discover to important papers, that is, papers belonging to the Palace, but to more lowly papers, which feed on news items according to a formula) was naturally reticent about the conduct of his friend. Either out of tact or diplomacy, he had not wished to interfere. Marra does not have the passionate and apprehensive innocence of Rizzi; there is in him a certain typically petty-bourgeois consciousness which tends to put him on the side of his superiors. It is not for nothing that he is preparing to be admitted to a course for noncommissioned officers. One might say that, for him, the prime value is that Order which is the only one in whose name a reactionary voice might be raised (given that God and the Family, etc, have collapsed and perhaps, so far as the popular world is concerned, Honour too). In Marra's face one can perceive - I write as a film-maker at least from the only photograph I have been able to see, that vague pallor and hostility which fatally deform the faces of those who consider themselves defenders of Order. But he is young, a boy, little more than an adolescent. His adventurous act as an avenger makes him appear stronger than he really is or is likely to be.
From his words there emerges quite indirectly- almost like snatches of a dream how Vincenzo Rizzi passed his last hours.
At this point apropos of these last hours - one cannot avoid an analysis of the prisoner (even if it too is dreamlike), the man who escaped and was recaptured. He does not belong to the new criminal community. He is one of the old community. He can certainly speak the old dialect, the forgotten jargon. Probably he is witty, not at all antipathetic, or violent, and he knows the old code of the underworld well - a code which incidentally is very like any other code of any popular culture.
I am also discussing this prisoner on the basis of a photograph, a single photograph. That is to say, he reveals himself to me by means of a somatic language, a language of physical presence, of connotations ...
On his basic structure, which is ancient not to say archaic the structure of a young man from the underworld - something new has been deposited like mud or excrement, something that belongs to the new underworld. His hair is sophisticated, full of sinister and vaguely indecent codes; in his eyes there is the mocking gleam of the well-heeled, together with a look that indicates an obsessive resolution (which in his archetypes was both madder and more noble). His dress follows fashion menacingly or perhaps by now it is natural to him the fashion of those younger than himself, who are aphasic and as wicked as vipers.
So Piero Merletti is a person from the pre-consumerist anthropological world in the process of degeneration. Just like, mutatis mutandis, the young avenger, Cosimo Marra - all this being deduced from photographs and the few real clues that peep out from between the lines of what they say. The escaped prisoner and the avenger friend, the two persons bound in brotherhood by the young man who committed suicide, are much nearer to us, much more real and recognizable.
It should be noted that until shortly before he killedhimself, Vincenzo Rizzi was no less a friend of Pietro Merletti than of Cosimo Marra. For the reasons I have already stated he found it possible to have an understanding with both of them: the fact that they all belonged to a popular culture (peasant and subproletariat) which had survived and which was pre-consumerist. The fact that Pietro Merletti, on the one hand, and Cosimo Marra, on the other, were partially 'contaminated' by the modern world perhaps constituted yet another reason for their fascination for the naive Vincenzo Rizzi.
Why in fact was Pietro Merletti able to trick him? For the same reason as Cosimo Marra was able to avenge him. That is to say, because of their knowledge of what is important in the preconsumerist world: honour, trust, friendship, homoeroticism, virility, dignity. In the name of all these Pietro Merletti was able to betray him and Cosimo Marra to avenge him.
So during Vincenzo Rizzi's last hours - as they appear in snatches in the words of Cosimo Marra - what played a determining role were the values in which Vincenzo Rizzi believed (honour, trust, friendship, homo-eroticism, virility, dignity), which Pietro Merletti knew and could therefore exploit.
Marra's words illuminate like a lightning flash a little meal consumed together by Vincenzo Rizzi and his prisoner in some trattoria or other in Centocelle, the very thought of which makes one's heart bleed. That spaghetti, that drop of bad wine, must have appeared in the last moments of Vincenzo Rizzi's life as an intolerable surrender to the base instincts, a criminal orgy.
But it is not only the values I have mentioned above that determine the realtionship between policeman and prisoner - there is also sex. So enter a new character, a woman called Calicchia. If I am not mistaken she was the proprietress of the miserable trattoria in Centocelle of which I have spoken. Of her I know nothing. I do not even have her photograph in front of me. To imagine her I have to invent her totally. And our imagination is always conventional. But it doesn't matter: Calicchia's role is symbolic and ideological. And that implies a certain conventional abstraction. In fact she is not a woman as she would be in a ncorealist film and therefore in the reality that the neo-realist films mirror but the woman. I presume incidentally that she, as well as her friend, Pietro Merletti, is a character from the preconsumerist culture who is in the process of adapting and therefore of degenerating - degenerating by imitating girls younger than herself.
The preconsumerist society needed strong and therefore chaste men. The consumerist society on the other hand needs weak and therefore lecherous men. The myth of the woman shut away and alone (whose obligation of chastity implied the chastity of the man) has been replaced by the myth of the woman accessible and at hand, always available. The triumph of friendship between men and the erection has been replaced by the triumph of the couple and impotence. Young males are traumatized by the duty permissiveness imposes on them - that is to say, the duty always and freely to make love. At the same time they are traumatized by the disappointment which their 'sceptre' has produced in women who formerly either were unfamiliar with it or made it the subject of myths while accepting it supinely. Besides, the education for, and initiation into, society which formerly took place in a platonically homosexual ambiance is now because of precocious couplings heterosexual from the onset of pubeny. But the woman is still not in a position given the legacy of thousands of years - to make a free pedagogic contribution; she still tends to favour codification. And this today can only be a codification more conformist than ever, as is desired by bourgeois power, whereas the old self-education, between men and men or between women and women, obeyed popular rules (whose sublime archetype remains Athenian democracy). Consumerism has therefore finally humiliated the woman by creating for her an intimidating myth. The young males who walk along the street laying a hand on the woman's shoulder with a protective air, or romantically clasping her hand, either make one laugh or cause a pang. Nothing is more insincere than the relationship to which that consumerist couple gives concrete expression.
Ten years ago, if in order to escape, the prisoner, Pietro Merletti, had suggested to his guard, Vincenzo Rizzi, the need to pass a couple of hours with his woman, Vincenzo Rizzi would have considered such a necessity to be quite unreal (indeed, to tell the truth, such a request would not even have entered the mind of either prisoner or guard). Chastity was part of man's destiny. Woman was a dream and dreams wait or are waited for. Coitus would come in due time.
Today, on the other hand, by demonstrating the need to make love hie et nunc with his woman the prisoner was able to make an immediate breach in the heart of his friend the guard. He blackmailed him with a myth of the age of consumerism. He overpowered him with a display of terrorism to which the innocent Vincenzo Rizzi surrendered with all his heart, because in his ancient culture woman was truly a myth and he could not know that in the culture of the consumerist world this myth comes true in a false and cynical way; it is brutal conformism and not freedom. Seeing no gap between the two cultures, Vincenzo Rizzi thought that the attainment of a dream so difficult to attain in his old culture was miraculously easy to attain in the culture of the modern world. So instead of being Calicchia, a woman (who is waiting for her friend to serve his time in prison) but woman (who must be there ready and available in accordance with a collective decision) consumerism by one of its untransgressible rules caused the collapse of all the rules of a system of values, even if repressive, under which Vincenzo Rizzi lived so innocently and with such grace.
Naturally if I were to make a film about all this it would inevitably be a film that ended with the recommendation of a gold medal for the 'obedient' hero, Vincenzo Rizzi. On this point I would have no hesitation. In 1945 and again in 1965 there were a thousand reasons in the name of which a young man felt it his duty to die; it was therefore easier for him to do so. That a young man did so today is almost incredible. While we wait for a 'new obedience' it seems to me to be just to be moved by and to admire the 'form' of obedience.
Subject for a film about a policeman
Everybody read about it without paying too much attention. About a month ago a policeman killed himself because the prisoner who had been placed in his charge escaped, so betraying the policeman's trust.A friend of the policeman carried out an investigation on his own, in his free time, and after a long period of lying in wait he succeeded in capturing the escaped man. In this way the shade of the young man who had committed suicide was - at least in the sight of his friend - partly placated.
Elsewhere (Carriere della Sera, 18 July 1975) I have called this an episode of obedience. Obedience to a series of norms and therefore of values which define a culture that has now disappeared (almost totally, although only within the last few years). These norms and values are traditional. That is to say, they really belong to a popular universe which, by means of these values, had created a way of life which had continued to function for centuries. At the same time, however, such norms and values had been taken over by the men of power and had been alienated and reimposed by means of police repression of a clerico-fascist nature. (This was a case of an operation not lacking in coherence since even in the framework of the reality of popular life during its moment of autonomy, such norms and values were of a religious and paternalistic nature.)
Now, I repeat, these norms and values have collapsed because the culture that expressed them, and was expressed by them, has been destroyed. They remain 'crystallized' in the reactionary and surviving wing of clerico-fascist power. But in fact no one believes in them any more - neither the priests nor the generals. Their presence is still felt, however, potent and fascinating, a hang-over from the recent past whether as a positive popular spectre or as a horrendous clerico-fascist one. Among other things, we still believe that they govern our lives (our ideas about reality and our behaviour).
The policeman who committed suicide, Vincenzo Rizzi by name, still truly believed in them. He came from a poor and decent Southern family where he had assimilated those norms and values in their natural innocence and had then as a police cadet been educated in accordance with them. The police must naturally pretend that these norms and values are still normal currency. Otherwise how can they talk to their cadets?
So Vincenzo Rizzi was an 'obedient' boy. Something absolutely original in a world of 'disobedience': 'rhetorical disobedience' (the kind created and manipulated by the ruling power as a contradiction of itself and, above all, as a guarantee of modernity, which is absolutely essential for consumption) and 'real disobedience' (that of scattered groups of revolutionaries and of an enormous mass of criminals).
So I consider the word 'disobedience' to be discredited, while the word 'obedience' has to be reassessed. The story of the policeman, Vincenzo Rizzi, is therefore in my eyes a moving and exemplary story.
But can a man, a boy, maintain intact within himself and indeed almost crystallized, a 'culture', an entire system of values? When naturally, one is speaking of a culture in the anthropological sense of a system of values capable of determining one's way of life down to the last physical detail?
Can the whole world be 'mutated' and yet remain 'unmutated' inside one person or certain specific groups of persons (mostly policemen or soldiers who are precisely the only ones to preserve a certain ancient Italian grace)?
No, it is not possible. In what way then was the policeman, Vincenzo Rizzi, 'contaminated' by that 'false obedience', which is in reality the 'true obedience' to the rules of the new power?
The boy, Cosimo Marra, that is to say, the policeman who was Vincenzo Rizzi's friend and his avenger, when giving some interviews (not so far as I can discover to important papers, that is, papers belonging to the Palace, but to more lowly papers, which feed on news items according to a formula) was naturally reticent about the conduct of his friend. Either out of tact or diplomacy, he had not wished to interfere. Marra does not have the passionate and apprehensive innocence of Rizzi; there is in him a certain typically petty-bourgeois consciousness which tends to put him on the side of his superiors. It is not for nothing that he is preparing to be admitted to a course for noncommissioned officers. One might say that, for him, the prime value is that Order which is the only one in whose name a reactionary voice might be raised (given that God and the Family, etc, have collapsed and perhaps, so far as the popular world is concerned, Honour too). In Marra's face one can perceive - I write as a film-maker at least from the only photograph I have been able to see, that vague pallor and hostility which fatally deform the faces of those who consider themselves defenders of Order. But he is young, a boy, little more than an adolescent. His adventurous act as an avenger makes him appear stronger than he really is or is likely to be.
From his words there emerges quite indirectly- almost like snatches of a dream how Vincenzo Rizzi passed his last hours.
At this point apropos of these last hours - one cannot avoid an analysis of the prisoner (even if it too is dreamlike), the man who escaped and was recaptured. He does not belong to the new criminal community. He is one of the old community. He can certainly speak the old dialect, the forgotten jargon. Probably he is witty, not at all antipathetic, or violent, and he knows the old code of the underworld well - a code which incidentally is very like any other code of any popular culture.
I am also discussing this prisoner on the basis of a photograph, a single photograph. That is to say, he reveals himself to me by means of a somatic language, a language of physical presence, of connotations ...
On his basic structure, which is ancient not to say archaic the structure of a young man from the underworld - something new has been deposited like mud or excrement, something that belongs to the new underworld. His hair is sophisticated, full of sinister and vaguely indecent codes; in his eyes there is the mocking gleam of the well-heeled, together with a look that indicates an obsessive resolution (which in his archetypes was both madder and more noble). His dress follows fashion menacingly or perhaps by now it is natural to him the fashion of those younger than himself, who are aphasic and as wicked as vipers.
So Piero Merletti is a person from the pre-consumerist anthropological world in the process of degeneration. Just like, mutatis mutandis, the young avenger, Cosimo Marra - all this being deduced from photographs and the few real clues that peep out from between the lines of what they say. The escaped prisoner and the avenger friend, the two persons bound in brotherhood by the young man who committed suicide, are much nearer to us, much more real and recognizable.
It should be noted that until shortly before he killedhimself, Vincenzo Rizzi was no less a friend of Pietro Merletti than of Cosimo Marra. For the reasons I have already stated he found it possible to have an understanding with both of them: the fact that they all belonged to a popular culture (peasant and subproletariat) which had survived and which was pre-consumerist. The fact that Pietro Merletti, on the one hand, and Cosimo Marra, on the other, were partially 'contaminated' by the modern world perhaps constituted yet another reason for their fascination for the naive Vincenzo Rizzi.
Why in fact was Pietro Merletti able to trick him? For the same reason as Cosimo Marra was able to avenge him. That is to say, because of their knowledge of what is important in the preconsumerist world: honour, trust, friendship, homoeroticism, virility, dignity. In the name of all these Pietro Merletti was able to betray him and Cosimo Marra to avenge him.
So during Vincenzo Rizzi's last hours - as they appear in snatches in the words of Cosimo Marra - what played a determining role were the values in which Vincenzo Rizzi believed (honour, trust, friendship, homo-eroticism, virility, dignity), which Pietro Merletti knew and could therefore exploit.
Marra's words illuminate like a lightning flash a little meal consumed together by Vincenzo Rizzi and his prisoner in some trattoria or other in Centocelle, the very thought of which makes one's heart bleed. That spaghetti, that drop of bad wine, must have appeared in the last moments of Vincenzo Rizzi's life as an intolerable surrender to the base instincts, a criminal orgy.
But it is not only the values I have mentioned above that determine the realtionship between policeman and prisoner - there is also sex. So enter a new character, a woman called Calicchia. If I am not mistaken she was the proprietress of the miserable trattoria in Centocelle of which I have spoken. Of her I know nothing. I do not even have her photograph in front of me. To imagine her I have to invent her totally. And our imagination is always conventional. But it doesn't matter: Calicchia's role is symbolic and ideological. And that implies a certain conventional abstraction. In fact she is not a woman as she would be in a ncorealist film and therefore in the reality that the neo-realist films mirror but the woman. I presume incidentally that she, as well as her friend, Pietro Merletti, is a character from the preconsumerist culture who is in the process of adapting and therefore of degenerating - degenerating by imitating girls younger than herself.
The preconsumerist society needed strong and therefore chaste men. The consumerist society on the other hand needs weak and therefore lecherous men. The myth of the woman shut away and alone (whose obligation of chastity implied the chastity of the man) has been replaced by the myth of the woman accessible and at hand, always available. The triumph of friendship between men and the erection has been replaced by the triumph of the couple and impotence. Young males are traumatized by the duty permissiveness imposes on them - that is to say, the duty always and freely to make love. At the same time they are traumatized by the disappointment which their 'sceptre' has produced in women who formerly either were unfamiliar with it or made it the subject of myths while accepting it supinely. Besides, the education for, and initiation into, society which formerly took place in a platonically homosexual ambiance is now because of precocious couplings heterosexual from the onset of pubeny. But the woman is still not in a position given the legacy of thousands of years - to make a free pedagogic contribution; she still tends to favour codification. And this today can only be a codification more conformist than ever, as is desired by bourgeois power, whereas the old self-education, between men and men or between women and women, obeyed popular rules (whose sublime archetype remains Athenian democracy). Consumerism has therefore finally humiliated the woman by creating for her an intimidating myth. The young males who walk along the street laying a hand on the woman's shoulder with a protective air, or romantically clasping her hand, either make one laugh or cause a pang. Nothing is more insincere than the relationship to which that consumerist couple gives concrete expression.
Ten years ago, if in order to escape, the prisoner, Pietro Merletti, had suggested to his guard, Vincenzo Rizzi, the need to pass a couple of hours with his woman, Vincenzo Rizzi would have considered such a necessity to be quite unreal (indeed, to tell the truth, such a request would not even have entered the mind of either prisoner or guard). Chastity was part of man's destiny. Woman was a dream and dreams wait or are waited for. Coitus would come in due time.
Today, on the other hand, by demonstrating the need to make love hie et nunc with his woman the prisoner was able to make an immediate breach in the heart of his friend the guard. He blackmailed him with a myth of the age of consumerism. He overpowered him with a display of terrorism to which the innocent Vincenzo Rizzi surrendered with all his heart, because in his ancient culture woman was truly a myth and he could not know that in the culture of the consumerist world this myth comes true in a false and cynical way; it is brutal conformism and not freedom. Seeing no gap between the two cultures, Vincenzo Rizzi thought that the attainment of a dream so difficult to attain in his old culture was miraculously easy to attain in the culture of the modern world. So instead of being Calicchia, a woman (who is waiting for her friend to serve his time in prison) but woman (who must be there ready and available in accordance with a collective decision) consumerism by one of its untransgressible rules caused the collapse of all the rules of a system of values, even if repressive, under which Vincenzo Rizzi lived so innocently and with such grace.
Naturally if I were to make a film about all this it would inevitably be a film that ended with the recommendation of a gold medal for the 'obedient' hero, Vincenzo Rizzi. On this point I would have no hesitation. In 1945 and again in 1965 there were a thousand reasons in the name of which a young man felt it his duty to die; it was therefore easier for him to do so. That a young man did so today is almost incredible. While we wait for a 'new obedience' it seems to me to be just to be moved by and to admire the 'form' of obedience.
Il Mondo 7 August 1975
25 Ιουλίου 2013
«Αν υπάρχουν τέτοιες φήμες, είναι παρανοϊκές», διαβεβαίωσε
Οι τέτοιες φήμες είναι για την απόλυση 4.000 αστυνομικών, και ο ερασιτέχνης ψυχολόγος ο Νίκος Δένδιας.
Αλλά το ρεπορτάζ δεν μας διαφωτίζει για το σκεπτικό της διάγνωσης.
Αν βασιστούμε στους αριθμούς της Eurostat, μια μείωση της δύναμης της ΕΛ.ΑΣ. κατά 4.000-5.000 όχι μόνο δεν είναι παρανοϊκή αλλά η τρόικα θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει μάλλον άτολμη.
Αν μπακαλίστικα πούμε ότι σήμερα αντιστοιχούν 450 αστυνομικοί ανά 100.000 κατοίκους, αν η "παρανοϊκή" φήμη πραγματοποιηθεί τότε θα πέσουμε στους 400. Δηλαδή και πάλι θα έχουμε 33% περισσότερους αστυνομικούς απ' ότι η Γερμανία.
Ναι, αλλά η Ελλάδα δεν είναι Γερμανία, έχει μεγάλη ακτογραμμή, πολλά κατοικημένα νησιά, είναι σημείο εισόδου στην Ε.Ε., έχει τρομοκρατία, γενικά είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση.
Σοβαρές επισημάνσεις, όμως εκτός από την δημόσια τάξη ισχύουν (σε παραλλαγές) και την υγεία και την εκπαίδευση.
Ναι, αλλά οι Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών δεν θα δεχτούν εισακτέους για δύο χρόνια.
Μα η τρόικα θέλει Α-ΠΟ-ΛΥ-ΣΕΙΣ χθες, όχι βαθμιαία μείωση της δημοσιονομικής δαπάνης στο μέλλον.
Γιατί να μην γίνει μια αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού της ΕΛ.ΑΣ., να απολυθούν οι ακατάλληλοι (και η κοινή εμπειρία λέει ότι ο στόχος θα υπερκαλυφθεί) και απλά να μειωθεί ο αριθμός των εισακτέων στις σχολές;
Αλλά μια τέτοια φήμη θα ήταν χειρότερη από παρανοϊκή, θα ήταν αυτοκτονική.
Αλλά το ρεπορτάζ δεν μας διαφωτίζει για το σκεπτικό της διάγνωσης.
Αν βασιστούμε στους αριθμούς της Eurostat, μια μείωση της δύναμης της ΕΛ.ΑΣ. κατά 4.000-5.000 όχι μόνο δεν είναι παρανοϊκή αλλά η τρόικα θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει μάλλον άτολμη.
Αν μπακαλίστικα πούμε ότι σήμερα αντιστοιχούν 450 αστυνομικοί ανά 100.000 κατοίκους, αν η "παρανοϊκή" φήμη πραγματοποιηθεί τότε θα πέσουμε στους 400. Δηλαδή και πάλι θα έχουμε 33% περισσότερους αστυνομικούς απ' ότι η Γερμανία.
Ναι, αλλά η Ελλάδα δεν είναι Γερμανία, έχει μεγάλη ακτογραμμή, πολλά κατοικημένα νησιά, είναι σημείο εισόδου στην Ε.Ε., έχει τρομοκρατία, γενικά είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση.
Σοβαρές επισημάνσεις, όμως εκτός από την δημόσια τάξη ισχύουν (σε παραλλαγές) και την υγεία και την εκπαίδευση.
Ναι, αλλά οι Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών δεν θα δεχτούν εισακτέους για δύο χρόνια.
Μα η τρόικα θέλει Α-ΠΟ-ΛΥ-ΣΕΙΣ χθες, όχι βαθμιαία μείωση της δημοσιονομικής δαπάνης στο μέλλον.
Γιατί να μην γίνει μια αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού της ΕΛ.ΑΣ., να απολυθούν οι ακατάλληλοι (και η κοινή εμπειρία λέει ότι ο στόχος θα υπερκαλυφθεί) και απλά να μειωθεί ο αριθμός των εισακτέων στις σχολές;
Αλλά μια τέτοια φήμη θα ήταν χειρότερη από παρανοϊκή, θα ήταν αυτοκτονική.
18 Ιουλίου 2013
05 Ιουνίου 2013
Αστοιχείωτη εντιμότητα
Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης στο Πρόταγκον
Θα σκοτώνατε εσείς ποτέ τα παιδιά σας; Θα προδικάζατε το μέλλον τους και θα το ματαιώνατε, βάσει των δικών σας πεποιθήσεων; Έτσι έπραξαν οι Σουλιώτισσες της Ιστορίας (ή του θρύλου): Πέταξαν πρώτα τα μωρά τους στον γκρεμό, στο Ζάλογγο, και έπειτα πήδηξαν κι εκείνες χορεύοντας. Το αντίστοιχο έκανε και ο Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργός προπαγάνδας και διάδοχος, για μια μέρα, του Χίτλερ: Όταν οι Ρώσοι εισέβαλλαν στο Βερολίνο, δηλητηρίασαν μαζί με τη γυναίκα του τα έξι παιδιά τους και στη συνέχεια αυτοκτόνησαν. «Ζωή δίχως Εθνικοσοσιαλισμό δεν είναι νοητή!», δικαιολόγησε την πράξη της η μάνα-φόνισσα. Η Μάγδα Γκέμπελς -θα μου πείτε- οραματιζόταν μια κόλαση, ενώ οι Σουλιώτισσες έναν ελληνικό παράδεισο. Το να σε πάρω -βρέφος βυζανιάρικο- στον τάφο προεξοφλώντας το εθνικοαπελευθερωτικό σου φρόνημα, συγχωρείται; Ας είμαστε στοιχειωδώς έντιμοι: Είτε κατανοούμε τόσο τις Σουλιώτισσες, όσο και τη Μάγδα Γκέμπελς, είτε τις καταδικάζουμε αμφότερες.Γράφει ο Christian Goeschel στο Suicide in Nazi Germany
The British News Chronicle reported in March 1938 'More Suicides as Austrian Purge Goes On', detailing that 'doctors and chemists are pestered by people asking for poisons or drugs to end their existence, which seems to have lost all purpose.' Nazi officials forced Viennese Jews to sign a declaration committing themselves to their imminent emigration and then told them that the 'way to the Danube [was] always open', thereby encouraging them to kill themselves. After a Jewish shopkeeper had committed suicide together with his family in Vienna, storm troopers plastered his shop windows with placards saying 'Please imitate'. There were so many suicides in March 1938 that Vienna's death rate reached a record high, a British newspaper claimed.Γράφει η Lisa Pine στο Nazi Family Policy, 1933-1945
All such measures were aimed at making the daily life of Jews increasingly untenable. Large-scale deportations began in October 1941. Waves of suicides occurred, with 'up to 60 suicides a day' being noted when Jews received notification of their impending deportation. Another testimony also tells of how 'suicides were the order of the day.... Whole families died out in this way.'
19 Μαρτίου 2013
«... who looks like a refugee from the 1970s»
STEVE Hardas is a short, swarthy man of Greek extraction who looks like a refugee from the 1970s. He has sidelevers down to the bottom of his ear lobes; his black hair is long and curling up at the back; and at the front he wears it in bangs.
His darting eyes perhaps make him look a bit like a haunted ferret, but that may only derive from his present circumstances.
He wears a shapeless black double-breasted suit and a black tie. His birth date is given, apparently accurately, as September 19, 1937. This evoked some derision; he doesn't look anything like 57.
"Well, he's led a blameless life," suggested The 7.30 Report's Quentin Dempster.
Not quite;
Coming Through The Rollover Door
Σκέφτομαι τι ανεκμετάλλευτο (;) ορυχείο είναι οι Έλληνες εντός, εκτός και επί τα αυτά του Αυστραλιανού υπόκομου.
Ο Καρλ Ουίλιαμς (θεός σχωρέστον) δεν ήταν Έλληνικής καταγωγής αλλά ο Ανδρέας Βενιαμίν (προφανώς θεός σχωρέστον) ήταν Ελληνοκυπριακής. Πρόκειται (ο Καρλ) για τον βασικό πρωταγωνιστή ενός δεκαετούς αλληλοφαγώματος στη Μελβούρνη. Στη συμμορία του Ουίλιαμς ήταν και ο Μόκμπελ, γνωστός και ως ο άνθρωπος που του άρεσαν οι λαχανοντολμάδες.
Ενδιαφέρουσα φιγούρα για μυθοπλασία ο Ευάγγελος Γούσης, με όλα τα απαραίτητα συστατικά για να ικανοποιήσει και τα πιο σύνθετα γούστα.
Αλλά τη δικιά μου καρδιά έχει σκλαβώσει η ατάκα "πρόσφυγας από τα σέβεντις".
His darting eyes perhaps make him look a bit like a haunted ferret, but that may only derive from his present circumstances.
He wears a shapeless black double-breasted suit and a black tie. His birth date is given, apparently accurately, as September 19, 1937. This evoked some derision; he doesn't look anything like 57.
"Well, he's led a blameless life," suggested The 7.30 Report's Quentin Dempster.
Not quite;
Coming Through The Rollover Door
Σκέφτομαι τι ανεκμετάλλευτο (;) ορυχείο είναι οι Έλληνες εντός, εκτός και επί τα αυτά του Αυστραλιανού υπόκομου.
Carl Williams at the funeral of slain underworld figure Andrew Benji Veniamin at the Greek Orthodox Parish of St Andrews in March 2004. Photo: Jason South |
Ενδιαφέρουσα φιγούρα για μυθοπλασία ο Ευάγγελος Γούσης, με όλα τα απαραίτητα συστατικά για να ικανοποιήσει και τα πιο σύνθετα γούστα.
Αλλά τη δικιά μου καρδιά έχει σκλαβώσει η ατάκα "πρόσφυγας από τα σέβεντις".
10 Μαρτίου 2013
Οι βέρες ήτανε χρυσές, χρυσές κι οι αλυσίδες
Ο Στέφανος Κασσιμάτης έκανε κι αυτός την αποτίμηση του Τσάβες. Μου έκανε εντύπωση ένα περιστατικό που αναφέρει.
Παραμένουν όμως οι 2.000 άνεργοι και, σημαντικό για μένα, το κυκλοθυμικό του πράγματος.
Όμως υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο. Το επεισόδιο 351 του προσωπικού ριάλιτι σόου του Τσάβες! Κι όταν λέμε επεισόδιο εννοούμε εφτά ώρες.
Ευτυχώς το περιστατικό εξελίσσεται νωρίς, γιατί όσο κι αν μ' αρέσει το ψάξιμο μόνο δεμένος θα καθόμουνα να το δω όλο. Έτσι λοιπόν στα πρώτα δεκαπέντε λεπτά βλέπουμε τον Τσάβες να τραγουδάει (λίγο) και να μιλάει (πολύ).
Μιλάει για τη ρεβολουθιόν, τον σοσιαλίσμο (αγκαζέ με τον μουέρτε) και τον Μπολίβαρ.. Λέει κι άλλα φυσικά, όμως τα ισπανικά μου είναι απελπιστικά περιορισμένα. Στο δέκατο πέμπτο λεπτό δείχνει κάτι στις πλακες με τις οποίες είναι στρωμένη η πλατεία. Στο 15:20 δείχνει κάτι τεάτρο στα δεξιά του, του εξηγούν δεν ξέρω τι, και τότε λέει το μοιραίο εσπρόπριεσε.
Μετά δείχνει αριστερά, λέει διάφορα ισπανικά, πάλι εσπρόπριεσε, και μετά γκραν σέντρο ιθτόρικο
Στη συνέχεια λένε διάφορα δικά τους που δεν μας ενδιαφέρουν. Και δεν έχει άλλο γιατί τελειώνει ο περίπατος και κάπου στο 24:00 αρχίζει το κυρίως πρόγραμμα (πάλι με ολίγη από τραγούδι).
Εντάξει, δεν είναι και το πιο σημαντικό ότι η ψυχολογική παράμετρος της αφήγησης είναι κατασκευασμένη 100%. Στο κάτω-κάτω, αν περιέχεται στο βιβλίο του Κάρολ, μπορεί να είναι μια ψευδής ανάμνηση. Καθένας είναι πρόθυμος να πιστέψει πράγματα που επιβεβαιώνουν τις προκαταλήψεις του.
Αλλά ακόμα και τα πραγματικά περιστατικά δεν είναι ακριβώς αδιαμφισβήτητα.
Hugo Chavez orders expropriation of historic buildings
Venezuelan Government Closes Illegal Gold Trading and Money Laundering Racket
On Chavez's whim, a gold market no more
Το τελευταίο έχει τις περισσότερες πληροφορίες και στη δεύτερη σελίδα κάνει λόγο για 500 εργαζόμενους. Για 91 κοσμηματοπωλεία παύλα ενεχυροδανειστήρια ακούγεται λογικός αριθμός.
Πάντως ο Κάρολ ακούγεται μια χαρά τύπος.
Ομως, με τη χαρισματική προσωπικότητα που είχε, τι του χρειαζόταν η θεωρία; Ο Τσάβες ήταν ο «τσαβισμός». Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που αναφέρει ο ειδικευμένος στη Λατινική Αμερική Ιρλανδός δημοσιογράφος και συγγραφέας Ρόρι Κάρολ. Η τηλεόραση παρακολουθεί τον Τσάβες καθώς περιδιαβάζει τους δρόμους του Καράκας, ενώ κόλακες και οπαδοί τον περιτριγυρίζουν χαρωπά και όλοι μαζί τραγουδούν. Ξαφνικά ο Τσάβες κοκαλώνει. Δείχνει το κτίριο ενός εμπορικού κέντρου, όπου εργάζονται κάπου 2.000 άνθρωποι και ζητεί επιτόπου από τον δήμαρχο να το απαλλοτριώσει και να το κάνει πολιτιστικό κέντρο. Ενα χρόνο αργότερα, κατά τον Κάρολ (που, σημειωτέον, γράφει για τον Guardian...) το κτίριο παρέμενε κλειστό και είχε αρχίσει να ρημάζει.Ο λόγος που μου έκανε εντύπωση είναι το πόσο κυκλοθυμικός παρουσιάζεται ο Τσάβες. Τη μια στιγμή τραγουδάει και την άλλη, κυριολεκτικά την άλλη, στέλνει στην ανεργία 2.000 ανθρώπους. Χωρίς λόγο, από καπρίτσιο Υποθέτει κανείς πως πηγή του Κασσιμάτη είναι κάποιο άρθρο του Κάρολ, είτε τωρινό είτε παλιότερο. Αν υπάρχει δεν κατάφερα να το βρω. Αντίθετα βρήκα ένα άρθρο στον Αυστραλό με τον τίτλο "The US was midwife to comandante Hugo Chavez". Αν γκουγκλίσεις τον τίτλο και ακολουθήσεις το λινκ τότε περνάς το paywall και μπορείς να διαβάσεις το παρακάτω:
In his own head too. The journalist Rory Carroll recounts how, in edition 351 of Chavez's interminable TV program, Alo Presidente!, he walked round part of Caracas where once his hero Simon Bolivar had stayed. The mayor was by his side and an audience of admirers went with him. Suddenly Chavez switched from crooning songs and, pointing to buildings containing high-end shops and employing 2000 people, ordered the mayor to expropriate them and build a cultural centre. A year later Carroll went to the place. It was boarded up and empty. The shops had gone, the centre had never materialised.Μαθαίνουμε λοιπόν πως ο Τσάβες δεν περιδιάβαινε τους δρόμους του Καράκας αλλά το ιστορικό κέντρο, ας πούμε. Και δεν λέει να απαλλοτριωθεί ένα εμπορικό κέντρο αλλά κάποια κτίρια με high-end shops, υποθέτω "ακριβά μαγαζιά" δεν είναι απαίσια απόδοση.
Παραμένουν όμως οι 2.000 άνεργοι και, σημαντικό για μένα, το κυκλοθυμικό του πράγματος.
Όμως υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο. Το επεισόδιο 351 του προσωπικού ριάλιτι σόου του Τσάβες! Κι όταν λέμε επεισόδιο εννοούμε εφτά ώρες.
Ευτυχώς το περιστατικό εξελίσσεται νωρίς, γιατί όσο κι αν μ' αρέσει το ψάξιμο μόνο δεμένος θα καθόμουνα να το δω όλο. Έτσι λοιπόν στα πρώτα δεκαπέντε λεπτά βλέπουμε τον Τσάβες να τραγουδάει (λίγο) και να μιλάει (πολύ).
Μιλάει για τη ρεβολουθιόν, τον σοσιαλίσμο (αγκαζέ με τον μουέρτε) και τον Μπολίβαρ.. Λέει κι άλλα φυσικά, όμως τα ισπανικά μου είναι απελπιστικά περιορισμένα. Στο δέκατο πέμπτο λεπτό δείχνει κάτι στις πλακες με τις οποίες είναι στρωμένη η πλατεία. Στο 15:20 δείχνει κάτι τεάτρο στα δεξιά του, του εξηγούν δεν ξέρω τι, και τότε λέει το μοιραίο εσπρόπριεσε.
Μετά δείχνει αριστερά, λέει διάφορα ισπανικά, πάλι εσπρόπριεσε, και μετά γκραν σέντρο ιθτόρικο
Στη συνέχεια λένε διάφορα δικά τους που δεν μας ενδιαφέρουν. Και δεν έχει άλλο γιατί τελειώνει ο περίπατος και κάπου στο 24:00 αρχίζει το κυρίως πρόγραμμα (πάλι με ολίγη από τραγούδι).
Εντάξει, δεν είναι και το πιο σημαντικό ότι η ψυχολογική παράμετρος της αφήγησης είναι κατασκευασμένη 100%. Στο κάτω-κάτω, αν περιέχεται στο βιβλίο του Κάρολ, μπορεί να είναι μια ψευδής ανάμνηση. Καθένας είναι πρόθυμος να πιστέψει πράγματα που επιβεβαιώνουν τις προκαταλήψεις του.
Αλλά ακόμα και τα πραγματικά περιστατικά δεν είναι ακριβώς αδιαμφισβήτητα.
Hugo Chavez orders expropriation of historic buildings
Venezuelan Government Closes Illegal Gold Trading and Money Laundering Racket
On Chavez's whim, a gold market no more
Το τελευταίο έχει τις περισσότερες πληροφορίες και στη δεύτερη σελίδα κάνει λόγο για 500 εργαζόμενους. Για 91 κοσμηματοπωλεία παύλα ενεχυροδανειστήρια ακούγεται λογικός αριθμός.
Πάντως ο Κάρολ ακούγεται μια χαρά τύπος.
08 Μαρτίου 2013
Ο αποθανών δεδικαίωται;
Έστω κι αν υπονόμευσε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης;
Έστω κι αν χρησιμοποίησε τον ενεργειακό πλούτο της χώρας του για ψηφοθηρία;
Έστω κι αν κατέστρεψε κάθε στοιχειώδη έννοια ιδιωτικής πρωτοβουλίας;
Η ιδεολογική κυριαρχία των θαυμαστών του είναι ασφυκτική αλλά πρόσκαιρη, τον τελευταίο λόγο θα τον έχει η Ιστορία.
21 Φεβρουαρίου 2013
Let me be Mr Purple
«Οι στολές ήταν ομοιόμορφες, τα παντελόνια στρατιωτικά, τα σακίδια επίσης και οι κινήσεις σίγουρες κι αποφασιστικές, χωρίς ενδοιασμούς ή επιφυλάξεις» επισημαίνουν οι ίδιοι, εξηγώντας ότι «όσοι συμμετείχαν στην επιχείρηση ήθελαν να δηλώσουν τον στρατιωτικό της χαρακτήρα και βεβαίως να προστατεύσουν μέσα από την ομοιομορφία των στολών την ανωνυμία των δραστών».Καλά, η ατάκα πως είναι αξιοσημείωτο ότι "κατά τη διαφυγή τους φρόντισαν να εναποθέσουν εμπόδια στον δρόμο, ώστε να καθυστερήσει οποιαδήποτε προσπάθεια καταδίωξής τους" σίγουρα είναι από τους Ντυπόν και Ντυπόν.
Οι Σκουριές ήταν μόνο η αρχή...
Παλιότερα νέα
According to a confidential report by German domestic intelligence officials, 2007-- the same year in which "The Coming Insurrection" appeared -- marked a "turning point in the development of German left-wing extremism." In particular, the report says that protests against the G-8 summit in Heiligendamm triggered an escalation in left-wing violence. It also notes that left-wing militants have succeeded in attracting support from young people who had hitherto been outside the core left-wing scene.
'A Dramatic Wake-Up Call': Berlin Rail Attacks Fuel Fears of Left-Wing Extremism
Άλλα παλιότερα νέα
Although the BLA’s reach extended across the country, New York was the center of BLA operations. Attacks on the police fostered a climate of fear within the ranks of the NY Police Department. As one patrolman said in early 1972, “I’m carrying my police special plus two non-reg weapons and I’m still scared shitless to walk on my beat.” As far as the New York police were concerned, the BLA was a criminal, cop-killing enterprise—despite whatever revolutionary rhetoric it chose to spout.
The FBI saw things differently. The BLA was criminal, to be sure, but it was not a gang of ordinary lawbreakers. In the bureau’s view, the BLA was a national security threat, primarily domestic in nature, but with possible links to hostile governments in the Middle East. The FBI seldom used the term “terrorist” to describe the BLA. In a July 1973 bulletin, the bureau drew a distinction between terrorists, who sought to “focus attention on a particular grievance,” and guerrillas, who are “working toward revolution.” In the opinion of a senior FBI official, the BLA clearly was in the latter category: “[the] avowed aim of the BLA is revolution.” To thwart such subversion, the FBI undertook what it termed “full penetrative investigations” which relied heavily on informants who were close to the BLA.
The Black Liberation Army and Homegrown Terrorism in 1970s America / ICSR
25 Ιανουαρίου 2013
Η Αστόρια πως ήταν;
Ένα μαγαζί όλο όλο (γέλια) ... δεν έχει καμία σχέση η Αστόρια η σημερινή με την Αστόρια της εποχής εκείνης, ήταν η Στάνη του Γιάννη του Κρητικού, ένα σουβλατζίδικο που το έκανε λίγο μπουζούκια και τα λοιπά.
Hellenic-American Oral History Project: Greek Americans
20 Ιανουαρίου 2013
Ladies and Gentlemen, let's synchronize our watches
Το πρωί της Κυριακής 20 Ιανουαρίου 2013 έγινε μία έκρηξη βόμβας στο εμπορικό κέντρο Μολ στο Μαρούσι.
Αλλά τι ώρα συνέβη η έκρηξη;
Σύμφωνα με το Μέγκα λίγο μετά τις 10:30.
Σύμφωνα με το Βήμα λίγο πριν τις 10:40.
Σύμφωνα με την Αστυνομία στις 10:40
Σύμφωνα με το skai.gr στις 10:45
Σύμφωνα με το ομόσταβλο του Βήματος in.gr περίπου στις 10:50
Και τέλος σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ στις 10:50
Αυτή η χαλαρότητα στον προσδιορισμό της ώρας της έκρηξης κανονικά θα απασχολούσε μόνο σχολαστικούς σαν εμένα. Αλλά από τη στιγμή που (όχι μόνο στο Βήμα) γίνεται λόγος ότι η βόμβα έσκασε νωρίτερα από τον χρόνο που είχαν δώσει οι δράστες, έχει σημασία να γνωρίζουμε αν έδρασαν μόνο με αδιαφορία για πιθανά θύματα (αυτό είναι σίγουρο) ή αν επιπλέον λειτούργησαν με δόλο προκειμένου να υπάρξουν νεκροί μεταξύ των πυροτεχνουργών τουλάχιστο.
Δεν φαίνεται να υπάρχει διαφωνία ότι στο τηλεφώνημα στην Ελευθεροτυπία στις 9:55 οι δράστες λένε πως η βόμβα θα εκραγεί σε 50 λεπτά. Άρα όχι νωρίτερα από τις 10:45.
Ποιος δίνει τη σωστή ώρα;
Και γιατί στο δελτίο του Μέγκα η Μίνα Καραμήτρου στο 3:00 λέει πως η έκρηξη έγινε "όπως ακριβώς είχε πει ο άγνωστος, με ένα λεπτό διαφορά";
Αλλά τι ώρα συνέβη η έκρηξη;
Σύμφωνα με το Μέγκα λίγο μετά τις 10:30.
Σύμφωνα με το Βήμα λίγο πριν τις 10:40.
Σύμφωνα με την Αστυνομία στις 10:40
Σύμφωνα με το skai.gr στις 10:45
Σύμφωνα με το ομόσταβλο του Βήματος in.gr περίπου στις 10:50
Και τέλος σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ στις 10:50
Αυτή η χαλαρότητα στον προσδιορισμό της ώρας της έκρηξης κανονικά θα απασχολούσε μόνο σχολαστικούς σαν εμένα. Αλλά από τη στιγμή που (όχι μόνο στο Βήμα) γίνεται λόγος ότι η βόμβα έσκασε νωρίτερα από τον χρόνο που είχαν δώσει οι δράστες, έχει σημασία να γνωρίζουμε αν έδρασαν μόνο με αδιαφορία για πιθανά θύματα (αυτό είναι σίγουρο) ή αν επιπλέον λειτούργησαν με δόλο προκειμένου να υπάρξουν νεκροί μεταξύ των πυροτεχνουργών τουλάχιστο.
Δεν φαίνεται να υπάρχει διαφωνία ότι στο τηλεφώνημα στην Ελευθεροτυπία στις 9:55 οι δράστες λένε πως η βόμβα θα εκραγεί σε 50 λεπτά. Άρα όχι νωρίτερα από τις 10:45.
Ποιος δίνει τη σωστή ώρα;
Και γιατί στο δελτίο του Μέγκα η Μίνα Καραμήτρου στο 3:00 λέει πως η έκρηξη έγινε "όπως ακριβώς είχε πει ο άγνωστος, με ένα λεπτό διαφορά";
14 Ιανουαρίου 2013
CSI Athens
Ειδικότερα, στις 3 τα ξημερώματα, ακούστηκαν πυροβολισμοί κοντά στα γραφεία της ΝΔ και κινητοποιήθηκε η αστυνομία που έσπευσε στην περιοχή για να διαπιστώσει τι έχει συμβεί.Δηλαδή, ενώ τις προηγούμενες μέρες η ηρωική αντίσταση του Σίμου Κεδίκογλου έχει αποτρέψει την κατάληψη της χώρας από τους άτακτους του Σύριζα, όταν τα προφανώς αφύλαχτα γραφεία της ΝΔ δέχονται πυροβολισμούς πρέπει να μεσολαβήσουν "λίγες ώρες" ώστε να πάει κάποιος θυρωρός να ανοίξει προκειμένου να διαπιστώσουν τι έχει συμβεί.
Οι αστυνομικοί που πήγαν εκεί βρήκαν στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Συγγρού 350, εννέα κάλυκες από καλάσνικοφ. Αμέσως άρχισε έρευνα για να διαπιστωθεί τι συνέβη, κάτι το οποίο εξακριβώθηκε λίγες ώρες αργότερα, το πρωί, όταν άνοιξαν τα γραφεία του κόμματος.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεδομένου ότι η επίθεση έγινε στις 3 και βρίσκω απίθανο τα γραφεία να ανοίγουν πριν τις 7, άντε ας πούμε στις 6, επί τρεις ώρες το λιγότερο μία σφαίρα έκανε ανενόχλητη βόλτες μέσα στο γραφείο του Αντώνη Σαμαρά.
Προφανώς και όταν κάτι μπορεί να εξηγηθεί με τη βλακεία, δεν πρέπει να σπεύδουμε να το αποδώσουμε σε δόλο.
Αλλά είναι αρκετή η βλακεία για να εξηγήσει πως είχαν μείνει αφύλαχτα τα γραφεία και γιατί μεσολάβησε ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να ερευνηθούν; (κι αν υπήρχε μέσα κάποιος τραυματισμένος;)
Εμένα μου φτάνει και μου περισσεύει, τόσο η προσωπική μου βλακεία όσο και η συλλογική.
11 Ιανουαρίου 2013
05 Ιανουαρίου 2013
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)