Δεν μπορεί να κρίνει κανείς ένα κινηματογραφικό έργο από λίγες σελίδες σενάριο, αλλά πάντως πιστεύω ότι η πιο επιεικής γνώμη που μπορεί να εκφράσει κάποιος γι' αυτό το κείμενο είναι ότι στερείται τελείως φαντασίας. Όλα όσα αναφέρονται σ' αυτό έχουν πράγματι, κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συμβεί και δε χρειάζεται να κουράσουμε πολύ τη μνήμη-μας για να τα θυμηθούμε έτσι όπως βγήκανε στις εφημερίδες πρόσφατα.
Με άλλα λόγια το φιλμ ξαναπαρουσιάζει, με αφηγηματικό τρόπο, το πολυσυζητημένο πρόβλημα της αντικειμενικότητας και της αλήθειας στις ειδήσεις, εκφράζοντας με υπονοούμενα μερικές υποψίες. Το γεγονός ότι μια είδηση είναι αληθινή δε σημαίνει ταυτόχρονα ότι έχει χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο αληθινό. Κι ας αφήσουμε το ενδεχόμενο, γέννημα της φαντασίας-μου, να «κατασκευάσει» ένας διευθυντής εφημερίδας έναν υπεύθυνο για πολιτικούς λόγους. Του φτάνει και μόνο να κάνει φανερή στην πρώτη σελίδα την ύπαρξη ενός υπεύθυνου (και μιας ευθύνης) για να κάνει τους αναγνώστες να ξεχάσουν άλλους υπεύθυνους και άλλες ευθύνες. Για παράδειγμα, ένας στραγγαλιστής κοριτσιών παραμένει πάντα και αντικειμενικά ένας στραγγαλιστής κοριτσιών, αλλά αν γεμίσει τις πρώτες σελίδες για να μας κάνει να ξεχάσουμε μιαν αεροπορική επίθεση στο Βιετνάμ ή ένα κυβερνητικό σκάνδαλο γίνεται (από δημοσιογραφική σκοπιά) ένας πλαστός στραγγαλιστής.
Σ' αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ακόμη ένας τρόπος άμυνας που είναι να διερωτάται ο αναγνώστης (σαν η είδηση να ήταν έγκλημα και σύμφωνα με τους κανόνες του καλού αστυνομικού μυθιστορήματος) «τι κέρδος θα είχε απ' αυτό ο ύποπτος;». Ποιος ωφελείται απ' το ότι προβάλλεται τόσο βίαια η τάδε είδηση αυτή τη στιγμή, ποιες άλλες ειδήσεις σκεπάζει; Και να που έτσι θα ήταν ακόμη δυνατό ν' αποκρυπτογραφήσει κανείς την εφημερίδα με τον ίδιο τρόπο που οι αντιφασίστες της εικοσαετίας αποκρυπτογραφούσαν με μεγάλη ικανότητα λίγες αράδες του «Osservatore Romano» για να καταλάβουν τι μαγειρευόταν εκείνη την εποχή. Αυτή όμως είναι μια θλιβερή προοπτική, ταιριάζει σε ανελεύτερες μόνο χώρες. Είναι μια λύση που μπορούν να χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά τα καλλιεργημένα άτομα. Συμπέρασμα: η αυτοάμυνα από τον τύπο, στην Ιταλία, παραμένει ακόμη ταξικό προνόμιο.
Κάτω απ' όλα αυτά μένει πάντως η υποψία ότι η ιδεολογία της είδησης πάση θυσία (που δεν έχει καμιά σχέση με το ιδανικό της αλήθειας πάση θυσία) κυριαρχεί επικίνδυνα στη δημοσιογραφική ηθική: έτσι, ακόμη και ο τίμιος δημοσιογράφος, που δεν επιδιώκει το δόλο ή τη διαφθορά, θα πρέπει να διερωτάται πάντα μήπως πλαστοποιεί τα γεγονότα, απλά και μόνο προσπαθώντας να τους δώσει έμφαση. Πρόκειται για ένα δραματικό πρόβλημα που αφορά όλους, ακόμη και τον επονομαζόμενο δημοκρατικό τύπο, και δε χρησιμεύει σε τίποτα να θεωρούμε ότι προσβάλλεται η τιμή-μας όταν άλλοι μιλούν γι' αυτό. Τι σημαίνει δίνω μ' έναν κάποιο τρόπο μια κάποια είδηση;
Ο Αριστοτέλης στη «Ρητορική Τέχνη», όπου έδινε συμβουλές σε όσους θέλανε να πείσουνε τους άλλους πάνω σε θέματα συζητήσιμα και αμφισβητούμενα, ανάφερε τη χρήση «παραδειγμάτων». Το παράδειγμα είναι ένα γεγονός όμοιο μ' ένα άλλο γεγονός και αναφέρεται σαν απόδειξη (ή μάλλον για να φανεί ότι υπάρχει απόδειξη): «Ο Διονύσιος σκοπεύει να γίνει τύραννος επειδή ζήτησε φρουρά. Πράγματι στο παρελθόν ο Πεισίστρατος ζήτησε φρουρά, γιατί είχε αυτή την πρόθεση, και, όταν την απόχτησε, έγινε τύραννος». Είναι σαφές ότι ό Διονύσιος μπορεί να είχε ζητήσει φρουρά για χίλιους άλλους λόγους, αλλά πώς μπορεί να γλιτώσει απ' το προηγούμενο της ενέργειας του Πεισίστρατου;
Ας δούμε τη σύγχρονη ερμηνεία του θέματος. Ο δολοφόνος εξαφανίστηκε παίρνοντας μαζί-του ένα ζευγάρι παπούτσια. Γίνεται έρευνα στο σπίτι ενός ύποπτου και (γράφει η εφημερίδα) «βρέθηκαν πολλά ζευγάρια παπούτσια». Είναι αυτονόητο ότι πολλά ζευγάρια παπούτσια μπορεί κανείς να βρει και στην παπουτσοθήκη του προέδρου της δημοκρατίας και του αρχιεπισκόπου του Μιλάνου, και το πρόβλημα είναι αν πρόκειται για «εκείνο» το ζευγάρι παπούτσια. Αλλά, όταν γραφτεί η φράση (και ιδίως αν έχει τη μορφή: «σημαντικό στοιχείο, βρέθηκαν πολλά ζευγάρια παπούτσια»), είναι δύσκολο να αποβάλει ο αναγνώστης μιαν έντονη υποψία, ή να μπορέσει τουλάχιστο να μην πάρει μια στάση δυσπιστίας προς τον κρινόμενο.
Όσο καιρό κράτησε η υπόθεση Feltrinelli, για παράδειγμα, και κατά τη διάρκεια των ερευνών που ακολούθησαν, οι εφημερίδες (σχεδόν χωρίς καμιά εξαίρεση) συμπεριφέρθηκαν κατ' αυτόν τον τρόπο. Είναι φυσικό πράγμα, οποιοσδήποτε μπορεί να έχει στην τσέπη-του ένα σημειωματάριο με διευθύνσεις. Αλλά, όταν για κάποιον που έλεγχε ή συλλάβαινε η αστυνομία οι εφημερίδες γράφανε «και βρέθηκε στην κατοχή-του ένα καρνέ με πολλές διευθύνσεις», η φυσική αντίδραση του αναγνώστη ήτανε να σκεφτεί: «Το μασκαρά! Εγώ που είμαι καθώς πρέπει άνθρωπος δε μαζεύω διευθύνσεις...».
Ένα από τα πιο χαραχτηριστικά μαργαριτάρια είναι μια είδηση —τη μετάδωσε το ράδιο και πολλές εφημερίδες— σχετικά με την ανεύρεση του αυτοκινήτου του Corradini, του νεαρού στελέχους της οργάνωσης Εργατική Εξουσία που πιάστηκε τη στιγμή που έμπαινε στο διαμέρισμα της οδού Legnano, το επονομαζόμενο «στρατηγείο του ανταρτοπόλεμου των πόλεων». Η είδηση έλεγε: «Βρέθηκε επιτέλους το αυτοκίνητο του Corradini. Σημαντικό στοιχείο: ήταν σταθμευμένο κοντά στο στρατηγείο της οδού Legnano». Η απόδειξη φαινότανε τόσο συντριπτική, ώστε ελάχιστοι αναγνώστες πρέπει να σκεφτήκανε το γεγονός ότι τον Corradini τον είχανε συλλάβει στην οδό Legnano, που σημαίνει ότι είχε πάει με κάποιο μέσο εκεί. Είναι λογικό να είχε πάει με το αυτοκίνητό-του, να το είχε παρκάρει πριν ανέβει στο διαμέρισμα και, αν δεν ήταν ηλίθιος, να το είχε παρκάρει εκεί κοντά και όχι στη Γένοβα. Κι όμως, ποιος μπορούσε να μη μείνει με την εντύπωση ότι η σύμπτωση ήταν ένα σημάδι, το σημάδι μια απόδειξη και η απόδειξη μια μαρτυρία;
Οι εφημερίδες εκείνες τις ημέρες ήταν γεμάτες με τέτοιου είδους αξιοπερίεργα. Η Nicoletta Misler, μια τρομοκράτρια, χαραχτηριζότανε σαν «περίεργη» κοπέλα που «φορούσε πάντα φούστες μίνι». Δεν είχε σημασία το γεγονός ότι οι εφημερίδες, δυο σελίδες πιο κάτω, στις στήλες τις αφιερωμένες στη γυναίκα, παρουσιάζανε κομψά σκίτσα «ομαλών» κοριτσιών με μίνι. Δίπλα στα επίθετα όπως «περίεργη, εκκεντρική, ύποπτη», η μίνι φούστα αποχτούσε μελανά χρώματα και παρουσιαζότανε σαν σύμβολο μόνιμης επανάστασης.
Το ίδιο αξιοκατάκριτες ήταν και οι παρατηρήσεις του είδους «βρέθηκαν πολλά ανατρεπτικά έντυπα», εννοώντας εκδόσεις τσέπης που βρίσκει κανείς στα περίπτερα. Ή «βρέθηκαν φονικά όργανα», στα οποία μπορούν να ταξινομηθούν ακόμη και τα αιχμηρά ειδικά μολύβια σχεδίου που, όπως είναι γνωστό, αν τα χώσουμε στο μάτι κάποιου, γίνονται φοβερό όπλο. Ή, τέλος, περιγράφοντας τη σκηνή της κηδείας του Feltrinelli, κατά την οποία μίλησε κάποιος ύποπτος, οι εφημερίδες βιαστήκανε να πληροφορήσουν ότι το άτομο «πήρε το λόγο με βραχνή φωνή...».
Αυτό που με προβληματίζει και που πρέπει να προβληματίζει όλους, είναι ότι πάρα πολλές φορές ο χρονογράφος δεν εκφραζόταν έτσι ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πολιτική γραμμή, αλλά υπακούοντας σε μία ενστικτώδη ανάγκη δημιουργίας εντυπωσιακής είδησης, δηλαδή στην ανάγκη να κάνει ένα μπανάλ γεγονός να φανεί σημαντικό.
Αλλά καθώς δεν υπάρχει τίποτα πιο πειστικό από το μπανάλ και το κοινό, μια και οποιοσδήποτε το αντιλαμβάνεται σαν αληθοφανές, ο υπαινιγμός και η υπερβολή που απορρέει απ’ αυτά είναι τα πιο τρομερά και δόλια όπλα.
Με άλλα λόγια το φιλμ ξαναπαρουσιάζει, με αφηγηματικό τρόπο, το πολυσυζητημένο πρόβλημα της αντικειμενικότητας και της αλήθειας στις ειδήσεις, εκφράζοντας με υπονοούμενα μερικές υποψίες. Το γεγονός ότι μια είδηση είναι αληθινή δε σημαίνει ταυτόχρονα ότι έχει χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο αληθινό. Κι ας αφήσουμε το ενδεχόμενο, γέννημα της φαντασίας-μου, να «κατασκευάσει» ένας διευθυντής εφημερίδας έναν υπεύθυνο για πολιτικούς λόγους. Του φτάνει και μόνο να κάνει φανερή στην πρώτη σελίδα την ύπαρξη ενός υπεύθυνου (και μιας ευθύνης) για να κάνει τους αναγνώστες να ξεχάσουν άλλους υπεύθυνους και άλλες ευθύνες. Για παράδειγμα, ένας στραγγαλιστής κοριτσιών παραμένει πάντα και αντικειμενικά ένας στραγγαλιστής κοριτσιών, αλλά αν γεμίσει τις πρώτες σελίδες για να μας κάνει να ξεχάσουμε μιαν αεροπορική επίθεση στο Βιετνάμ ή ένα κυβερνητικό σκάνδαλο γίνεται (από δημοσιογραφική σκοπιά) ένας πλαστός στραγγαλιστής.
Σ' αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ακόμη ένας τρόπος άμυνας που είναι να διερωτάται ο αναγνώστης (σαν η είδηση να ήταν έγκλημα και σύμφωνα με τους κανόνες του καλού αστυνομικού μυθιστορήματος) «τι κέρδος θα είχε απ' αυτό ο ύποπτος;». Ποιος ωφελείται απ' το ότι προβάλλεται τόσο βίαια η τάδε είδηση αυτή τη στιγμή, ποιες άλλες ειδήσεις σκεπάζει; Και να που έτσι θα ήταν ακόμη δυνατό ν' αποκρυπτογραφήσει κανείς την εφημερίδα με τον ίδιο τρόπο που οι αντιφασίστες της εικοσαετίας αποκρυπτογραφούσαν με μεγάλη ικανότητα λίγες αράδες του «Osservatore Romano» για να καταλάβουν τι μαγειρευόταν εκείνη την εποχή. Αυτή όμως είναι μια θλιβερή προοπτική, ταιριάζει σε ανελεύτερες μόνο χώρες. Είναι μια λύση που μπορούν να χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά τα καλλιεργημένα άτομα. Συμπέρασμα: η αυτοάμυνα από τον τύπο, στην Ιταλία, παραμένει ακόμη ταξικό προνόμιο.
Κάτω απ' όλα αυτά μένει πάντως η υποψία ότι η ιδεολογία της είδησης πάση θυσία (που δεν έχει καμιά σχέση με το ιδανικό της αλήθειας πάση θυσία) κυριαρχεί επικίνδυνα στη δημοσιογραφική ηθική: έτσι, ακόμη και ο τίμιος δημοσιογράφος, που δεν επιδιώκει το δόλο ή τη διαφθορά, θα πρέπει να διερωτάται πάντα μήπως πλαστοποιεί τα γεγονότα, απλά και μόνο προσπαθώντας να τους δώσει έμφαση. Πρόκειται για ένα δραματικό πρόβλημα που αφορά όλους, ακόμη και τον επονομαζόμενο δημοκρατικό τύπο, και δε χρησιμεύει σε τίποτα να θεωρούμε ότι προσβάλλεται η τιμή-μας όταν άλλοι μιλούν γι' αυτό. Τι σημαίνει δίνω μ' έναν κάποιο τρόπο μια κάποια είδηση;
Ο Αριστοτέλης στη «Ρητορική Τέχνη», όπου έδινε συμβουλές σε όσους θέλανε να πείσουνε τους άλλους πάνω σε θέματα συζητήσιμα και αμφισβητούμενα, ανάφερε τη χρήση «παραδειγμάτων». Το παράδειγμα είναι ένα γεγονός όμοιο μ' ένα άλλο γεγονός και αναφέρεται σαν απόδειξη (ή μάλλον για να φανεί ότι υπάρχει απόδειξη): «Ο Διονύσιος σκοπεύει να γίνει τύραννος επειδή ζήτησε φρουρά. Πράγματι στο παρελθόν ο Πεισίστρατος ζήτησε φρουρά, γιατί είχε αυτή την πρόθεση, και, όταν την απόχτησε, έγινε τύραννος». Είναι σαφές ότι ό Διονύσιος μπορεί να είχε ζητήσει φρουρά για χίλιους άλλους λόγους, αλλά πώς μπορεί να γλιτώσει απ' το προηγούμενο της ενέργειας του Πεισίστρατου;
Ας δούμε τη σύγχρονη ερμηνεία του θέματος. Ο δολοφόνος εξαφανίστηκε παίρνοντας μαζί-του ένα ζευγάρι παπούτσια. Γίνεται έρευνα στο σπίτι ενός ύποπτου και (γράφει η εφημερίδα) «βρέθηκαν πολλά ζευγάρια παπούτσια». Είναι αυτονόητο ότι πολλά ζευγάρια παπούτσια μπορεί κανείς να βρει και στην παπουτσοθήκη του προέδρου της δημοκρατίας και του αρχιεπισκόπου του Μιλάνου, και το πρόβλημα είναι αν πρόκειται για «εκείνο» το ζευγάρι παπούτσια. Αλλά, όταν γραφτεί η φράση (και ιδίως αν έχει τη μορφή: «σημαντικό στοιχείο, βρέθηκαν πολλά ζευγάρια παπούτσια»), είναι δύσκολο να αποβάλει ο αναγνώστης μιαν έντονη υποψία, ή να μπορέσει τουλάχιστο να μην πάρει μια στάση δυσπιστίας προς τον κρινόμενο.
Όσο καιρό κράτησε η υπόθεση Feltrinelli, για παράδειγμα, και κατά τη διάρκεια των ερευνών που ακολούθησαν, οι εφημερίδες (σχεδόν χωρίς καμιά εξαίρεση) συμπεριφέρθηκαν κατ' αυτόν τον τρόπο. Είναι φυσικό πράγμα, οποιοσδήποτε μπορεί να έχει στην τσέπη-του ένα σημειωματάριο με διευθύνσεις. Αλλά, όταν για κάποιον που έλεγχε ή συλλάβαινε η αστυνομία οι εφημερίδες γράφανε «και βρέθηκε στην κατοχή-του ένα καρνέ με πολλές διευθύνσεις», η φυσική αντίδραση του αναγνώστη ήτανε να σκεφτεί: «Το μασκαρά! Εγώ που είμαι καθώς πρέπει άνθρωπος δε μαζεύω διευθύνσεις...».
Ένα από τα πιο χαραχτηριστικά μαργαριτάρια είναι μια είδηση —τη μετάδωσε το ράδιο και πολλές εφημερίδες— σχετικά με την ανεύρεση του αυτοκινήτου του Corradini, του νεαρού στελέχους της οργάνωσης Εργατική Εξουσία που πιάστηκε τη στιγμή που έμπαινε στο διαμέρισμα της οδού Legnano, το επονομαζόμενο «στρατηγείο του ανταρτοπόλεμου των πόλεων». Η είδηση έλεγε: «Βρέθηκε επιτέλους το αυτοκίνητο του Corradini. Σημαντικό στοιχείο: ήταν σταθμευμένο κοντά στο στρατηγείο της οδού Legnano». Η απόδειξη φαινότανε τόσο συντριπτική, ώστε ελάχιστοι αναγνώστες πρέπει να σκεφτήκανε το γεγονός ότι τον Corradini τον είχανε συλλάβει στην οδό Legnano, που σημαίνει ότι είχε πάει με κάποιο μέσο εκεί. Είναι λογικό να είχε πάει με το αυτοκίνητό-του, να το είχε παρκάρει πριν ανέβει στο διαμέρισμα και, αν δεν ήταν ηλίθιος, να το είχε παρκάρει εκεί κοντά και όχι στη Γένοβα. Κι όμως, ποιος μπορούσε να μη μείνει με την εντύπωση ότι η σύμπτωση ήταν ένα σημάδι, το σημάδι μια απόδειξη και η απόδειξη μια μαρτυρία;
Οι εφημερίδες εκείνες τις ημέρες ήταν γεμάτες με τέτοιου είδους αξιοπερίεργα. Η Nicoletta Misler, μια τρομοκράτρια, χαραχτηριζότανε σαν «περίεργη» κοπέλα που «φορούσε πάντα φούστες μίνι». Δεν είχε σημασία το γεγονός ότι οι εφημερίδες, δυο σελίδες πιο κάτω, στις στήλες τις αφιερωμένες στη γυναίκα, παρουσιάζανε κομψά σκίτσα «ομαλών» κοριτσιών με μίνι. Δίπλα στα επίθετα όπως «περίεργη, εκκεντρική, ύποπτη», η μίνι φούστα αποχτούσε μελανά χρώματα και παρουσιαζότανε σαν σύμβολο μόνιμης επανάστασης.
Το ίδιο αξιοκατάκριτες ήταν και οι παρατηρήσεις του είδους «βρέθηκαν πολλά ανατρεπτικά έντυπα», εννοώντας εκδόσεις τσέπης που βρίσκει κανείς στα περίπτερα. Ή «βρέθηκαν φονικά όργανα», στα οποία μπορούν να ταξινομηθούν ακόμη και τα αιχμηρά ειδικά μολύβια σχεδίου που, όπως είναι γνωστό, αν τα χώσουμε στο μάτι κάποιου, γίνονται φοβερό όπλο. Ή, τέλος, περιγράφοντας τη σκηνή της κηδείας του Feltrinelli, κατά την οποία μίλησε κάποιος ύποπτος, οι εφημερίδες βιαστήκανε να πληροφορήσουν ότι το άτομο «πήρε το λόγο με βραχνή φωνή...».
Αυτό που με προβληματίζει και που πρέπει να προβληματίζει όλους, είναι ότι πάρα πολλές φορές ο χρονογράφος δεν εκφραζόταν έτσι ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πολιτική γραμμή, αλλά υπακούοντας σε μία ενστικτώδη ανάγκη δημιουργίας εντυπωσιακής είδησης, δηλαδή στην ανάγκη να κάνει ένα μπανάλ γεγονός να φανεί σημαντικό.
Αλλά καθώς δεν υπάρχει τίποτα πιο πειστικό από το μπανάλ και το κοινό, μια και οποιοσδήποτε το αντιλαμβάνεται σαν αληθοφανές, ο υπαινιγμός και η υπερβολή που απορρέει απ’ αυτά είναι τα πιο τρομερά και δόλια όπλα.
Του Ουμπέρτου, από τη "Σημειολογία στην καθημερινή ζωή". Όπως αναφέρεται (Αυτό το άρθρο σχολίαζε στο «Espresso» το σενάριο του φιλμ του Bellocchio «Sbatti il mostro in prima pagina»).
Το θυμήθηκα διαβάζοντας, μέσω vrypan, το σχόλιο του Νίκου Δρανδάκη:
Τι κοινό έχουν το κλείσιμο του monitor, η υπόθεση blogme.gr, και η υπόθεση press-gr? Πρωταγωνιστές είναι άνθρωποι των Media.Όπως θά 'λεγα, με βραχνή φωνή, κι εγώ:
Ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο: όλοι οι πρωταγωνιστές στάθμευαν τα αυτοκίνητα μπροστά στα τα σπίτια τους. Βάζανε καρέκλες, καταγγέλουν οι γείτονες.
3 σχόλια:
Γαμωτ, δεν έβαλα ποτέ καρεκλα... (Χαρη σε σενα εμαθα ότι ασχολούνται ακόμη με τα περσινα σταφυλια οι ξυνοί - μα ποιος είσαι, ανθρωπος των μηντια;)
Η πιο σημαντική παρατήρηση από το κείμενο του Έκο: πάρα πολλές φορές ο χρονογράφος δεν εκφραζόταν έτσι ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πολιτική γραμμή, αλλά υπακούοντας σε μία ενστικτώδη ανάγκη δημιουργίας εντυπωσιακής είδησης
Θεωρώ ότι πρόκειται για το πλέον ουσιώδες γνώρισμα του ανθρώπινου είδους, αυτό που το ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα. Ο άνθρωπος είναι ζώον αφηγηματικόν, Homo Praeteritus (από τον Praeteritum, τον γερμανικό χρόνο της αφήγησης).
Έχω φτιάξει και μία ολόκληρη φιλοσοφία επάνω σ' αυτό -δεν είναι τυχαίο που έχω γενέθλια την ίδια μέρα με τον Καστοριάδη. Θα την γράψω κάποτε, όταν βρω το κουράγιο.
Και -όχι, δεν κάνω πλάκα. Είναι εντελώς τυχαίο που έχω γενέθλια την ίδια μέρα και με τον Douglas Adams.
@Λαμπρινή, δε σου φτάνεις που επιτέλους έγινες άνθρωπος (των μήντια, λυπάμαι αλλά δεν έχεις τα φόντα για της Μαντζουρίας), γκρινιάζεις κιόλας.
@Elias, έχω μία υποψία πως αυτή η παράξενη συνήθεια της αφήγησης ίσως να συνδέεται με την άλλη ιδιοτροπία του ανθρώπινου είδους, την ταφή των νεκρών.
(έγώ έχω γενέθλια με τον Μπέρια και τη Ζήνα, είναι τυχαίο!)
Δημοσίευση σχολίου